τι άλλο πια;

Τι άλλο πια να περιμένω ,παρα τον μαρασμό,
που φορεί το ασφοδίλι,
Τι μένει πάντοτε αναμμένο, παρά τον ερχομό,
που έχασε  ξανά το δείλι.

Λίγο απο καλοκαίρι , κι ότι απόμεινε ..
απ΄τα μάτια της,
κι ήχοι του αγεριού , 
μες τα σιτάρια...

στα χέρια μιαν ηχώ ,ακριβοθώρητη
ορφανή
που κρύβω , σαν βραδιάσει
 στα συρταρια.


οι οχιές στην ποδιά σου

Τα θαμπά φώτα
μιας χλωμής ανάμνησης,
κρύβονται τα βράδια
 πίσω απο τα απλανή βλέμματα
 των περαστικών.
Εκεί αντρειώνεται
η κάθε τους μετάσταση,
κι εκεί ζουν λάθρα
τα μεγάλα τα ονείρατα τους.

Δέν!! θα έρθεις
πάλι, απόψε..
Σαν τιμημένη μάνα,
βυζαίνεις ξανά
τις οχιές που κοιμούνται
στην ποδιά σου.
Το φαρμάκι τους
το νεογέννητο..
βουτάς με κόπο
στο αψέντι..

Λατρεμένο!!
 το πρώτο τους
δάγκωμα.....

Εις την κόρη μου

Μικρή μου...
Στο θάμβος της ζηλευτής σου ζήσης
θα ξαπλώσουν κι απόψε οι προσμονές,
 ολάκερης  της κουρασμένης μου αναζήτησης
στον κόσμο των ανθρώπων.

Από χρόνια σου κρατώ το χέρι,
...σχεδόν σφαλιστά κρατώ τα μάτια,
για να χωράνε ,μικρή μου,
μόνο τα δικά σου όνειρα
σε τούτο τον κόσμο.

Κάποτε θα ορθώσεις τα λευκά σου
χεράκια στον ουρανό..
κάποτε θα γυρέψεις τη γύρη του χρόνου,
και το άνθισμα σου..
θα κάνει τα φεγγάρια να μαζεύουν τα χρώματα τους,
ντροπιασμένα.!!!

 Κάποτε θα φύγω κι εγώ σε ενα σύννεφο,
 και  το μόνο που θα έχει απομείνει,
θα ναι...
θα΄ναι ,θαρρώ , μόνο
λίγα σχολάσματα του αιώνα
και παλιές φωτογραφίες!!!
Δίπλα σου αφημένες
να σου θυμίζουν το χαμόγελο το χάρτινο
που θα κρατάς και θα λυπάσαι.

Ομως, μικρή μου!!
ποιά αναθυμιά της κουρασμένης μου μορφης
αντάξια να μείνει ,προίκα;
Το δώρο των αιώνων 
σου αφήνω παρηγοριά,
..κι αυτούς τους στίχους.

Τους ανθρώπους να αγαπάς,
τους άγνωστους διαβάτες του δρόμου,
τους περιπλανητές.
τους σοβαρούς 
τους τροβαδούρους.!!

Στα λόγια τους ταξίδευα απο πριν γεννηθώ
Εκεί γνώρισα την κάθε σημασία
την κάθε μελένια προσμονή.
Κι εκεί θα με συναντάς, μικρη μου!!
οταν δεν θα΄μαι πια εδώ,

Στις καλημέρες , θα σου λέω καλημέρα...
στις καληνύχτες θα σκεπάζω τα όνειρα σου
μ΄ενα σάλι πορφυρό!!!
Τους ανθρώπους ν΄αγαπας..
και παντα..
στης ψυχή σου την κατάλαμπη τη γειτονιά
θα με κρατάς!!!!

( ο πατέρας σου...)

Σονέτο VI (του χρόνου)

Εμένα, ο χρόνος δεν καλπάζει στα ρολόγια
εγω τα τέρμινα μετράω με τα χάη,
¨Ακου , το άπειρο στον κρότο πως!! βροντάει..
και δεν χωρεί σε σκουριασμένα ανεμολόγια.

Χαμένη γη , γιομάτη θύμησες και χώμα
κι εντός μου , πάντοτε, μυροφορεί μονάχη
σαν κουβαλεί στην  αποκαμωμένη ράχη,
τους λεπτοδείκτες που δεν γύρισαν , ακόμα.

Τις αμαρτίες ,λογαριάζω έγω για ώρες
σαν τις προσέχω πλάι , πλάι, ερημωμένες
και μετρώ έτσι το χρόνο, στο χειμώνα

Εχούν μέσα δυο καντάρια κατηφόρες
σαν μάτια κόρης , σαν παλιές αγαπημένες
κάθε τίποτα δικό τους, πως!! χωρεί έναν αιώνα.




Ζέφυρος

Ζέφυρε, έρημε  ως έρχεσαι
 απ΄τη δύση
σαν πιωμένος στις ταβέρνες
τ΄ουρανού,
αλογατάρη εχεις στην ράχη,
στεναγμού,
που ιππεύει όλες τις μνήμες
που χουν σβήσει.

Κι αν σε πλάση σκοτεινή
μεθοκοπάς
κι αν τα άστρα σε κοιτάζουν
και γελάνε,
όλη γύρω σου τη νύχτα
πως!! σκορπάνε
σαν σε βλέπουν λυπημένο
να περνάς.

Κάποια όστρια κι εσύ
ειχες αγαπήσει
μ΄ένα ανέμισμα στο σώμα
χαρακίρι,
σαν την έχασες την ψάχνεις
στο ποτήρι
και σκορπάς με την πληγή
που χει αφήσει.

μικρό πετάρισμα

Ενα πετάρισμα μικρό,
μια ξεχασμένης σκέψης,
με μιας ετράνταξε τη γη
σαν ήχος, άγιας λέξης,

με μιας και  την εβίασε
εις το βωμό του πόνου,
που τόλμησε κατάματα,
να κοιταχτεί, του μόνου.

Δεν έχει δώθε  ύμνιασμα
μόνο αχό του τρόμου,
δεν φτάνει πια τ΄ασήμιασμα
του φεγγαρένιου δρόμου.

Εχουν πεθάνει οι γητειές
κ τα τραγούδια , ξένα,
λες κ΄ ενυμφεύτεις  τις χαρές
και φύγανε,.. με σένα.

Εγώ ο ανάδρομος

Σέρνω τα βήματα μου
στο θλιμένο μαυσωλείο
 της ζήσης μου.
Νεκρός, απο χρόνια,
έχω απομείνει μόνο να φυσσάω
σε λίγα ερημωμένα γραπτά.
Γέρασε η γραφή μου,
δεν αγγίζει πια τα πάθη.
Μια ολόκληρη ζωή ζήσαμε μάζί
και σιγά σιγά πλησίαζει η ώρα
που θα γνωριστούμε στο προάυλιο
της σχολής σου.
Να φοράς κάτι ζεστό,
τα καλοκαίρια θα αργήσουν.
Οπως θα αργήσει λίγο ακόμα η
ασυνάρτητη μου εφηβεία.
Πολλά τα ανείπωτα συνοψίζονται..
δεν είμαι ακόμα έτοιμος!!
Ισα ίσα που κρατιέμαι στα πόδια μου,
Δείχνω με περισσό καμάρι 
τα πρώτα μου βήματα.
Κι ολα αυτά...
λίγο πριν το πρώτο κλάμα!!!

Γιατί τη νύχτα αντρειώνονται οι πόνοι;

Γιατί τη νύχτα αντρειώνονται οι πόνοι;

Μην να΄ναι ο αέρας που βαραίνει;
που αποσταμένος απο το ολοήμερο ταξίδι,
κάθεται αντίκρυ να ακούσει
μια ιστορία λυπητερή.
Τι είναι αυτό που κάνει τον χειρότερο εαυτό
να αυτο προσκαλείται μόνο τα βράδια;

Σκιά της σκιάς
μας ακολουθεί και στο πρώτο σκοτάδι
κολλάει πάνω μας, σαν  λέαινα 
σε πληγωμένη αντιλόπη.
Το εκράν της ζωής καθαρίζει απ΄τους αχούς της μέρας
και στο πένθιμο πανί του ουρανού
αναθυμιούνται οι παλιές σκοτεινές ταινίες μας.

Ηχος κανένας.
Η ψυχή σιγοψυθιρίζει την αναλφάβητη ιστορία της
μέσα απο κραυγές που χάραξαν ..οι μνήμες τους!!
..όχι οι δικές μας.
γιατι εμείς δεν θέλουμε πια να θυμόμαστε.

Σε ποιόν να μιλήσουμε;
..και ποιος να απαντήσει πια..

Ακόμα και τα άστρα μας περιπαίζουν.
Κάθονται ολούθε και λαμπυρίζουν...και μας θυμίζουν.
"Αλωστε εμείς τα τάξαμε κάποτε..
όμως αυτά είναι ακόμη εκεί.
Φέγγουν θαρρείς απ΄τη χαρά τους που δεν κατέληξαν,
στα χέρια, στα μαλλιά κάποιου που ασφαλώς,
δεν θα τα΄θελε πια!

Γιατί τη νύχτα αντρειώνονται οι πόνοι;

Το σκόρπισμα των σκέψεων μας,
τινάζει την υδρόγειο, κρατώντας την απ΄τους πόλους,
στερόντας την απ΄τους πολλούς...
..λες και εμείς ήρθαμε απο μια ανώτερη μήτρα
και δεν έχουμε δικαίωμα στην απόρριψη.

Παρακαλάμε τον ερχομό της καθημερινότητας,
της πρωινής βαβούρας, των αχών του δρόμου.
Εκεί ο χρόνος είναι λιγοστός, και τα πάθη δεν προλαβαίνουν
να ανθίσουν τα λάθη τους.

Ξέρω ομως πια...γιατι
Είναι οι στιγμές που απαλαγμένοι απο΄τις φοβίες μας
αυτές τις νύχτες τις αξημέρωτες..
μαθαίνουμε να μην συγχωρούμε πια..
...τον εαυτό μας!!!

Άτιτλη αυτοχειρία

Πλάνη μου...
Τα γλυκά  σου αγκαλιάσματα,
σιωπηλοί θηρευτές των ξεπεσμένων πόθων

ενός ολάκερου γένους.
Ασάλευτο σχόλασμα
 μικρων χθεσινών παραισθήσεων,
κι όμως !!!

Καθε επομενο πρωινό με τίναζαν στον αερα, 
στα σύμπαντα
τα χιλιάδες σου, βολτ!!

Πόσους τρόπους άραγε

εχεις ακόμα να με σκοτώσεις;

οι λύκοι ξωπίσω τους

Κοιμάμαι και ξυπνώ,
με τα χέρια κομμένα
απο την απελπισία.
Η λυτρωμένη πόλη μου
αναδύει ενα άρωμα
 χαλασμένης ευφορίας,
...κάτι σαν ανακατεμό, θνήσης
και αγέλαστων τσιγγάνικων
φεστιβάλ του δρόμου.
Μέσα σε αυτό το συνάφι,
λογής ,λογής ψυχοφάγοι
διαλαλούν έκτακτα παραρτήματα,
πληρωμένης πόρνης χαράς.
Εγω εδω.. Τέλος.
εγώ εδώ ..Φτάνει.
Δεν φοβάμαι το σαλεμένο
πλήθος που βοά.
Τα σκοτάδια κρατάνε πια λίγο.
Είναι οι εφιάλτες τους
που μένουν πίσω να τρομάζουν,
-και να τα θυμίζουν-
Πόσο μακρυά μπορούν στ΄αλήθεια
να φτάσουν οι ξένες τύψεις;
Δεν ορθώνονται ξανά τα
κομμένα χέρια..
Κι οι λύκοι..
..ξωπίσω τους!!!

Σονετο V (αναπόδοτον)

Κλείνει η κάθε  σκια  τα βλέφαρα της
κι αμήχανη θωρρεί τον θάνατο της.
Είπες κάποτε.. πως τα μάτια κοιτάζουν μόνο
το σκοπό της ύπαρξης τους.
Κι εγω θα φύγω.. μέσα σε μια ύπαρξη ,
αγέννητη χλωμή ..και ίσως ξένη.
Ματια θα μένουνε κλειστά ,σκιές αθάνατες,
και πάθη σκορπισμένα ασύμετρα
 στο σωρό των ανθρώπων.
Ως πάντα θα σκορπάει η ημισέληνος,
την προσμονή  του άλλου της μισού.
Του πιο μονάκριβου!!!
Εκείνου που δεν βέπει, που θυμάται,
που εχάθη, πια!!!


Ερωτική επιστολή

Χαρα μου!!,
Μονακριβη μου θλιψη.!!


Τουτες οι λιγες λεξεις
 ερχονται να σ΄ανταμωσουν,
σαν τα ταξιδια της βαρκας μου που πλεει,
σ΄εναν αλλιωτικο ωκεανο αισθησεων.

Στη στερνη μου αναθυμια
παλι ξεπροβαλες.

Αγερωχη ως ησουν...
σαν που γενηθηκες, να σ΄εχω..
καθως, γεννιουνται τα ονειρα
στις κουνιες των νηπιων.

Σημερα φυσσαει ενας αλλιωτικος αερας.
θαρρεις της σκεψης ,γερνουνε
τα γιασεμια..,ολανθιστα,
και οι γαζιες.

Αποψε σ΄αγαπω ξανα.
το νιωθεις;
Ξανα απ΄την αρχη,
σεμνα και ταπεινα.

Ενας ανειπωτος, με δερνει εγωισμος,
..χαρα μου,
τις αγιες σου εικονες, τις ομορφες στιγμες
παλι να τις γευτω.

Θαρρεις αποψε,
η νυχτα κλεινει γυρω, σαν κελι,
Κι ενα φεγγαρι εκει ψηλα, να λαμπει.

Μοιαζει φεγγιτης..,
φυλακης, το μονο παραθυρι,
Λιγο απ΄το φως
να με θωρει,
λιγο.., για να μου κανει το χατηρι.

Τιποτα απ΄ολα
δεν θα χασω,
και, τιποτα απ΄ολα δεν μου φτανει
..χαρα μου.

Μονο μου φτανει
που υπαρχεις.
Και, η αγαπη μου,.. μου φτανει..

Καθως υπαρχει ο Θεος,
κι ας μην με συντροφευει..
μονο την παρουσια του
πανω μου διαφεντευει.

Ετσι κι εσυ
με καταλαμπεις,
Μνημη  μου παραδεισια.

Και την ψυχη μου
ως ενεχυρο
στους πονους των αιωνων, εχω δωσει

να, ξαναρθεις
ν΄ ανθισω!!
να, ξαναρθεις
..να ζησω!!

Τα χειλη σου τα αγια
νοερα γλυκοφιλω,

ως να΄ρθουνε οι λεξεις μου
εκει να σ΄ανταμωσουν
χαρα μου!!..,
μονακριβη μου θλιψη!!

Σ αγαπω.

Θ.

μοιρολόι

Στις ώρες που ανθοφορεί το πρώτο νύχτωμα,
κάποιος του κόσμου σιωπηλός διαβάτης,
τ΄ανέμου του αλογολάτη αναβάτης,
το΄χει παράπονο, στην άκρη της θαλάσσης.
Μ΄ένα σουραύλι,απο κείνα που μερεύουν
ως και τα φίδια οι φακίριδες οι ινδοί,
όμοιο παράπονο δεν έχουν ματαδεί
αντίκρυ, των κυμμάτων οι αφροσχάσεις.

Της νύχτας ταίριαξαν, τα μάτια τα κλειστά
κι οση θλίψη ειχαν κρυμμένη ακόμα μέσα
σαν στα δυο χέρια μια απουσία πριγκιπέσσα
πλάι στη θάλασσα τρεμόπαιξε, γυμνή.
Και εκείνοι οι ήχοι,αχ!! οι ήχοι, της ψυχής
σαν που γεννιούταν στο σουραύλι, απ΄τις ανάσες
φέυγαν σαν άλμπαντρος,και γύριζαν σαν κάσες
που μέσα κείτονταν νεκροί , όλοι οι λυγμοί.

Δεν το χορταίνει η θάλασσα αυτό το μοιρολόι
γι΄αυτο και τρώει αγάπες, χρόνους και ταξίδια
μαζέυει απο όλα τ΄άστρα τα στολίδια,
παν΄ στο κορμί της τα φορά να λαμπυρίζουν.
και κάθε που νυχτώνει , αυτη η πλάση
κάποιος του κόσμου σιωπηλός διαβάτης
τ΄ανέμου που απέμεινε, προστάτης
παίζει σουραύλι στ΄ονειρα του, που δακρύζουν

1926

Η μέρα με τη νύχτα ,εδω και αιώνες
 δεν μιλάνε η μια στην άλλη.
Στο κάθε ταίριασμα ,γυρίζουν πλάτες
λες και έχουν τίποτα να χωρίσουν.
-Πόσο σκληρό είναι στ΄αλήθεια
να μην μιλάς στο άλλο σου μισο.-
Ο ήλιος σιγά σιγά φωνάζει τις ακτίνες του,
κι αυτές-μικρά παιδιά ως είναι,
λες και το κάνουν επίτηδες..
τρέχουν ακόμα μακρύτερα.
Νυχτώνει....
σκέπασε με.

Σήμερα πάλι δεν έγινε τίποτα σημαντικό,
η σημαντικότις άλλωστε
είναι προνόμιο των ολίγων, των εκλεκτών.
Τα στοιχεία στη θέση τους,
τα δέντρα, τα βουνά, οι νεκροί
στη θέση τους-ως όφειλαν-
Κατά τον γυρισμό εκ της εργασίας,
συνάντησα τις αδελφές Καρνέζη
μισόγυμνες οι δόλιες, τρελές απο χρόνια
χαιρετούσαν  μια βελανιδιά.
Νυχτώνει...
σκέπασε με.

Δεν θυμάμαι πια πότε αποφασίσαμε
εμείς οι γνωστικοί πως πρέπει να είμαστε οι πολλοί,
κι αυτές οι δόλιες θαρρείς
 καθόλου δεν σκοτίζονται απ ΄την τρέλα τους.
Γελούμε ξέρωντας πως δεν θ΄αποκριθεί η βελανιδιά.
-εμεις, ποιός περιμένουμε να αποκριθεί στο κάλεσμα μας;-
Η νυχτιά μοιάζει μεγαλύτερη,
έρχεται νωρίς και δεν τελειώνει ποτέ.
Κι η φωτιά στο τζάκι ,
αρνείται πεισματικά να πει μια καλησπέρα.
Νυχτώνει...
σκέπασε με.

Το αρχοντόσπιτο του λόφου σπέρνει παράξενους ήχους.
Ραδιόφωνο , το λένε, καινούργια μόδα.!!
¨Ενας θεός ξέρει πως χωράνε οι βαριές πλάκες
σε τόσο δα μικρό κουτί.
Πόσο γρήγορα μακραίνει ο κόσμος!!
-όλοι στο κατόπι του-
Σε λίγο καιρό οι άνθρωποι θα περπατάνε στ΄άστρα
κι εγώ.. δεν μπορώ, να φύγω λίγο απ΄τον κόσμο μου.
Με πλακώνει κάθε μέρα περισσότερο,
και μου δείχνει ειρωνικά , τα κλείδια!!
Νυχτώνει...
σκέπασε με.

Μ΄ακούς στ΄αλήθεια όταν σου μιλάω;
Είναι τα χέρια μου, το δικό σου αρχοντόσπιτο
ή απλά ξεκουράζεις τις μεταξένιες σου μπούκλες;
Δεν έχω ραδιόφωνο εγώ..
...αλλά μπορώ να σου τραγουδάω,
να σου διαβάζω απο τα χοντρά σκονισμένα μου βιβλία..
ή να χορέυουμε με τα βάλς στο γραμμόφωνο,
που 'εστειλε η θεία απο τη Βιέννη.
Μπορώ να γίνω όποιος θες,
αρκεί να είμαι εγώ, αυτός.
Νυχτώνει...
σκέπασε με.

Σε λίγο θα ξαπλώσω δίπλα σου,
κι εσύ θα λείπεις ως πάντοτε.
Το κερί σιγά σιγά αργοσβήνει, κι αλοίμονο!
όσο  κι αν το αγαπώ, δεν μπορώ να το κρατήσω στη ζωή.
Κι αν θάρθει κανένα όνειρο που ακόμα,
ξέρει το δρόμο και δεν φοβάται να το χάσω..
Να του κρατήσεις τις κλωστές του,
σαν μαριονέτα πλανόδιου θιάσου, τσιγγάνικου
για να νοιώθω και ΄γω λίγο
πως απο κάποιον εξαρτούμαι
Νυχτώνει...
σκέπασε με,

Φτάσαμε!!

Ψυχή μου

Σου΄στρωσα στο κατόπι μου
σωρό απο κυπαρρίσια,
κάθε που νιώθεις μοναχή
εκει να χάνεις την ψυχή,
ψυχή παλικαρίσια.

Μαρτυρικά ολούθε μου
κρύα παλιά να υφαίνεις,
καθώς θα λάμπει η αστροφεγγιά
σ΄ενα σεντόνι απο σκουριά,
ως πάντα, να πεθαίνεις.

Ετσι ως μυρίζεις σφένδαμο
και νάρκισσους πνιγμένους,
βραδίς να ντύνεσαι πληγή
να ξημερώνεσαι νεκρή,
σε τόπους μακρισμένους.

Ωδή στον BYRON

Συγγραφικά παράτολμη
τούτη εδώ η μνεία
στίξη δεν βρίσκει ζηλευτή
ούτε αλλα σημεία.

Ψυχής το μεγαλούργημα
ωδή δεν την σηκώνει
σαν δεν σηκώνει απο χαρές
το σίδερο στ΄αμώνι.

Μονάχα αμώνι και φωτιά
περιγραφής αντέχει,
αυτά που γέννησε η καρδιά
αυτού που τα κατέχει.

Την πένα που΄ καμε οχυρό
δίπλα στο καρυοφίλι
κι άφησε αίμα πορφυρό
απάνω στο τριφύλλι.

Συγγραφικά , μονάκριβος
κυρήθρα απ ΄του μελιού μας
προσκύνημα, ταιριάζει του,
το διάβα, του αδερφού μας.


Η μνεία τούτη ειν΄φτωχή
μα γονατίζει εμπρός του,
εις τη μεγάλη του BYRON ψυχή,
να στέκει, συντροφός του.

Γλυκά πουλιά της Αλεξάνδρειας

Ως! έρχονταν κατά καιρούς
τσαμπιά αχοί που κρέμονταν
  - σαν απο γουκαλίλια,-
μπλέκαν βουβά με τα μποφόρ
κι άλλαζε η μέρα το ντεκόρ,
αφροί λευκοί τα.. τότε, τους,
στα σμήνη κάθε θυμησιάς
   - π΄ανθίζανε καντήλια.-

Βαρέλια δρύινα, πορφυρά
συγγράμματα καρτερικά
  - της πρώτης λάγνας νιότης,-
κι η αγκαλιά κατάντια
ωρυγεί σαν Αλεξάνδρεια,
στα ξεχασμένα χάη της,
σαν που μου έταξε η καρδιά
 -των ήχων της, ιππότης.-

Απώλεια

   Ι
Ενα ονειράκι
μια νυχτιά
τρεμόπαιξε
στη γλάστρα,
σαν μελωδία
λυπητερή
που ΄πεσε
απο τα άστρα,
μικρούλι του
και πορφύρο
στο αίμα του
να σβήνει,
να γίνει κόκκος
στο σωρό
οτι είχε
απομείνει.

  ΙΙ
Φωνή εμίλη
ξάφνιασμα
παρηγοριά
κι ικέτη,
μικρό σαν
θώραγε σε με
των πάντων
ευεργέτη,
δακρυα δυό
μου γύρεψε
λιγη ζωή, ανάσα,
μην πάρει
το κατόπι του
στης λησμονιάς
την κάσα.

 ΙΙΙ
Κι ως η αυγή
ορθώνονταν
πίσω απο
τους λόφους,
μάυρα πανιά
σηκώνονταν
στ΄ονειρακιού
τους πόθους,
δάκρυα γω
δεν έμειναν
να χω
να τα χαρίσω,
και την ψυχούλα
να χαθεί
πρέπει ευθύς
να αφήσω.

 ΙV
Κι ετσι χωρίς
ικέτεμα
και 'αλλη
επιθυμία,
μέσα στο
αιματόσταγμα
και μες
τη ραθυμία,
εκείνο
εξεψύχησε
χωρίς να δει
αυγή,
σαν ψύθυρος
δεν πρόκαμε
να ακουστεί
κραυγή.

 V
Φορές το
συλογίζομαι
Φορές το
αναζητάω,
να δοκιμάσω
ερίζομαι
και τις νυχτιές
ρωτάω,
και γω σαν
 που επέθανε
υπάρχω
ημιθανής,
και εμπρός
σ΄ενα παράθυρο
προσμένω
να φανείς.

Περι- ποιησις

΄Εκθαμβος, χρόνος
ταπεινός.
Ετάφη, σε μια οικουμένη
εμπρός,
και στις παλάμες μου, φυτρώναν
δοξασίες

Σχισμές , οι σκέψεις
προκαλούν,
τις λέξεις ΄κείνες,
που θα΄ρθούν.
Τι θα ΄ταν η ζωή μας, χωρίς
τις αμαρτίες ;

Μαζέυω γύρω, σκόρπια..
βέλη,
αυτά που πλήγωσαν
το μέλι.
Εκείνο της κυρήθρας σας,
γιομάτο εικασίες..

Κι ακόμα, έκθαμβος
σεμνός,
μέσα σε τέρμινα
ο καιρός,
κι ως πάντα,  οι παλάμες μου,
κρατούνε δοξασίες.

Αφημένα στο τραπέζι τα λουλούδια

Αφημένα στο τραπέζι τα λουλούδια
και τ΄αφήνει έρημα η αναθυμιά τους,
για τους έρωτες, μέρες τρανές, ανθίσαν
σαν τελειώσαν , αργοσβήνουν μοναχά τους.

Και τα δάχτυλα αυτά που τα κρατούσαν
δεν τα αγγίζουνε γιατί ειναι πλέον ξένα,
σαν τα δάχτυλα, κι αυτά μονάχα στέκουν
χρόνια βρώμικα, ξερά, ρυτιδιασμένα.

Σκύβει η θλίψη , λίγο για να τα ποτίσει
να τα δει ολανθιστά σαν τους ταιριάζει,
μα της λήθης ένας ίσκιος τα πλακώνει
και ξεχνιούνται αλλη μια, μες το μαράζι.

Ειναι οι έρωτες αυτοί, που δεν θα ρθούνε
σαν  ξεχνιούνται,γύρω πέταλλα αφήνουν,
αφημένα τα λουλούδια στο τραπέζι
τους θυμούνται, και μονάχα αργοσβήνουν




καθώς φεύγεις

Στην ακρη 
του κοσμου
βοα η σιωπη σου,
κι ο αχος της ,
το ζεφυρο, δενει.

Κι αν ηρθε 
το θερος,
αποψε, η φυγη σου,
μορφη απ΄Οκτωβρη
που παιρνει.

       #

Με μιας γερνουν 
τωρα,
του δρομου οι λευκες,
στο φως ανατελλει
ο καημος

Και μοιαζει
 η πλαση,
καθως, πισω αφηνεις,
πενθιμη ωδη,
Εσπερινος

λυκαυγές

Μια πλωρη ειχα
και τη χαρισα στα κυμματα,
για να την δερνουνε
κι αυτα,
μοναχα να μην στεκουν,
Ετσι για συντροφια
στη δινη τους αναμεσα
να γνεφει στην αγρυπνια.

Πως να τ΄ανθισει
η αμοιρη που ανθισμα δεν θελουν,
λυσσομαννανε
μοναχα,
σαν φτανουν το χρησμο τους
αφηνονται παν΄στους αφρους,
και χανονται σαν εποχες
σε τουτη δω τη γυμνια.

#

Εχει και μια πανσεληνο
σαν της Σαπφους ασημοκαπνισμενη,
που αγροικα τα περα
σαν φως,
που το στερεωσαν κρυφα
παλιες χαμενες λεξεις,
χρονια πριν απ΄ τους ερωτες
που ξυπναγαν την πλαση.

Μοναχη της αναμεσα
σε κοσμους απο σταχτη,
και γυρω της, μικρος
ο ουρανος,
σαν να κουραζεται κι αυτος
εκει που την αγγιζει,
και σαν να ετοιμαζεται
για παντα να την χασει.

#

Να τα ταιριαξω ομορφα
τα αισθηματα ,δεν ξερω,
τουτα που πλημυρισανε
τη θλιψη,
και αγερωχα χορευουνε
σαν μαγισσες στο φως,
ετσι για να νερωνουνε
τη μεθη απ΄τον υπνο μου.

Στης ψυχης το λυκαυγες
να χαν χρωμα οι αυλες,
να τα βλεπαμε
να λαμπουν,
και να αλλαζει ο αερας
δωρο παλι λικνο μου,
με σταφυλια να κερναει
της ψυχης το δειπνο μου

παράξενος χορός

Σαν που , ο ηλιατορας, γοργα,
κιναει για τα περα
τ¨αλλου του κοσμοκρατορα,
αρχιζει η φλογερα.

Ενας παραξενος χορος
απ ολα π΄αλιχτανε
γινεται αδιακοπος σωρος,
να τον ..χειροκροτανε.

κι οπως ο αχος, ο εφηβος
θροιζει τα.. του καμπου
γεννιουνται παλι οι ομορφιες,
και περα δωθε ,λαμπου..

Θαρρεις πως..πρωτη ,σμιξανε
του κοσμου οι χαμενοι.
Θαρρεις πως δεν αγγιξανε
απ την χαρα την ξενη.

Μοναχα τη ζητουσανε
σαν ..παντα ,καθε βραδυ,
μα μον΄την, καθρεφτουσανε
στ΄ανειπωτο σκοταδι.

Ειν΄ο καιρος που ορθωνεται,
και διωχνει την κατηφεια,
μεχρι κι οι δρακοι ΄μερεψαν
απο τα παραμυθια.


Κι οι νυμφες ολων των δασων,
στολιζουν τα τριφυλλια
σαν.. καραβελες πειρατων,
που ξωκειλαν.. στα φυλλα.

Και τα της γης,διαμαντικα
με μιας λαμποβολανε
απα΄ψηλα ανεβαινουνε,
και μας αστροφεγγανε.

Ειν΄ο αερας μουσικη
τσελο, πνευστα και βιολες
συνομωσια μυστικη
κρυμμενη σε γλαδιολες.

Κι οσοι απο το δικασμα
ταιριαζουν της αβυσσου
μεθοκοπανε στα στενα,
της Τζιας, της Αναβυσσου.


Μεσα σε τουτο το χορο,
κι εγω γυρεψα σενα
να σου ταιριαξω στο λαιμο
χαδια λουλουδιασμενα.

Γιατι απ την ανασα μου
γυρευω τη δικια σου,
για να την κανω ηλιατορα
μες τ΄ασπρα δακτυλα σου.

Κι οσο ετουτος ο χορος
παραξενα θα ..σερνει
της θυμησης σου ο θεος
σε μενα θα σε φερνει.

Ετσι κοιμαται η πλαση μου
κι ετσι η ψυχη ξυπναει
κι οτι αφησε στη χαση μου,
σ΄ονειρο το κερναει.

κι αντιβοά ακόμα..

Θεριεψαν 
σαν απο ποτισμα,
του πενθους
νεκρα ανθη,
χαρακτηκαν μου
στο κορμι
σαν συφιλης
ροδανθη.

..κι αντιβοα ακομα
,ενας μικρος αταιριαστος
θυμος.

#

Ποια περηφανια;
να κρατησω
αν γυρισεις
σαν τη θλιψη,
ως κι ο οδυρμος
που ραινεις
τον ζηταω,
μου ΄χει λειψει.

..κι ας αντιβοα
ενας μικρος αταιριαστος
θυμος.


..ακομα!!

ψυχογραφία

Το σκιρτημα ,
της μεγαλοσυνης σου
φανταζει πια πιο γκριζο,
ισως γιατι ειμαι πια
πολυ μακρια.

Χαρισε μου,
μια τελευταια υπερβολη
εστω και ψευτικη,
κι ασε μονο μου
να την αδραξω.
#
Αυτη η καταλευκη,
η δολια χαρμολυπη
αγναντευει τα χρωματα που εφυγαν
σαν χρησμοι μαντη
αδιαβαστοι, χαμενοι.

Ασε με ,
να ερθω κοντα σου
εστω και στη φαντασια μου,
ετσι να θρηνουν οι στιγμες μας
καθως θα γινονται ακροστιχιες

..στο βιβλιο της χαμενης μου
πατριδας..
..της αγαπης σου

Ανεμολόγια

Σιγα, αποκοιμηθηκαν οι ουτοπιες μας,
κατω απ΄το βαρυ  σταχτυ,
των καλοκουρδισμενων ρολογιων.
Ισως γιατι  εχουν χασει
το αγιοκλιμα ,
εκεινης της παντοτινης τους
εφηβειας,
κι εχουν παρει να κρυωνουν. 
Αραχνιασμενες πορπες.
Ισως γιατι ξεχαστηκαμε σε τουτο
το δωματιο,
περισσοτερο κι απ την ιδια μας την ζηση,
ισως γιατι κρυωνουμε και εμεις.
Στοιβαχτηκαν πισω απ΄τη Σεληνη
οι πορειες μας.
Δεν τις ζηταμε, 
μηδε τις συζηταμε...
Και εγω.. μαζι
κι εσυ. 
Ανεμολογια απομειναν μοναχα,
να θυμιζουν τα ξεγνοιαστα παιδια
που καποτε λατρεψαμε.
Θυμασαι?
εγω δεν θυμαμαι ..πια!!

οι ροδανθοι

Σε τούτη δω την εποχή
άγγιξα της μεγάλης σου ψυχής
τους ροδανθούς.
Ενα ανύπωτο φως ,
σαν ανηπέρβλητο
πάντα  συντρόφευε
τα βραδυνά μου σχολάσματα
πίσω στην χαμένη μου  νιότη.
Στο πέρασμα,
σαν γιόρτασμα της φύσης
χαμήλωνε ακόμα μια φορά
κι αναρριγούσαν τις ψυχής σου
οι ροδανθοί.

Σε τούτη εδω την εποχή
κράτησα στην ανάσα μου
του μελιού σου ,
και της ολοκλήρωσης
τον ανακατεμό.
Στο κέρασμα,
σαν άνθισμα της ζήσης
ευθύς αντάμωνε στα βλέφαρα
ο ύπνος ο καρτερικός
σαν να τα σφάλιζαν γοργά
της χαράς οι ουρανοί.

Κι οτι θέλησα μονάχα,
να χει μείνει,
οτι αξίζει να θυμάμαι.

οι μικροι..
της μεγάλης σου ψυχής,
οι αιώνιοι ροδανθοί

Ερωτας θνήσκων

Tην πορτα να ανοιξεις,
σιγα προσεκτικα,
μην φυγει η ζωη μου,

κι ο πολυελαιος να θροισει
στον αερα που θα μπει.

Ο ηλιος να κρυβει λαφυρα,
μακρια στις καταπρασσινες πλαγιες
ετουτης της μικρης γιορτης.

#

Εφυγε το ανθος της στιγμης
μαραινεται κρυφα ο εσπερινος,
κι εγω απομεινα,
να σου χαριζω πανσεληνους.

Σιγα να τρυπωσει η ανοιξη
σε τουτο το αγιο ρημαδιο.

Και οι καθρεφτες μας,
να χασουν τα σεντονια
που τους κρυβουν.

#

Σαν μια γλυκια καλοσυνη,
σαν ευωδια δεμενη
με κορδελες.

Δεν εχω χρονο να μεγαλωσω αλλο.
Οτι εχω ακομα να σου δωσω,
κρυβεται πισω
απ΄τα κλειστα παραθυρα.

Κι αν ο αερας..
την σκονη φυσηξε απ ΄την ψυχη.
Κι αν η ψυχη φωλιαζει ακομα
μες τα τρομαγμενα σου ματια..

Ν΄ανοιξεις σιγα,
...προσεκτικα,
...μην φυγει η ζωη μου

Σονετο IV (του αλλου εαυτου)

Κοιμάται μες το όνειρο
ένας μικρός αλήτης,
που με θωρεί χλευάζοντας
και με κερνάει πλάνες.

¨Ενας ανθός που ξεψυχά
φευγάτος σαν αγύρτης
που οταν ξυπνάω, αυτός γυρνά
στου ύπνου τις αλάνες.

Κι όσο κι αν θέλησα να τον δαμάσω
δεν βρήκα στις αλήθειες μου,
πλιάτσικο ταιριαστό..

και ίσως!! ήρθε η ώρα να ετοιμάσω,
θάνατο απο ξέχασμα,
αργό, και ..θαυμαστό.

Σονετο III (της λαγνειας)

Αντηλιά πάλι γερμένη
σε ποδιά χωριατοπούλας,
αμυδρή σαν κεντημένη,
και της πέφτει της μικρούλας.

 
Μέτρησε τα βήματα της
και την άφησε εμπρός μου,
μες την άψυχη καρδιά της
σβήνουν οι φωτιές του κόσμου.

 
Σαν παραλογής θηρίο, μυθικό, τούτη την  ώρα
και τα νύχια ακονίζει
λίγο πριν κατασπαράξει..

 
τελευταίο μοιάζει βλέμμα, της ποδιάς που πέφτει τώρα
στα ανίερα τριγυρίζει,
βλέμμα κρύο , που θα κλάψει.

Σονετο II (του ερωτα και της ανδρειας)

Ποιός τάχα να΄ναι αντάξιος
με σένα δεσποσύνη,
στο στήθος μου χαράκτηκαν
εσύ, κι η ρωμιοσύνη.

Σε στήθος σαν που αναζητά
του ήρωα τα σημάδια,
εκείνα εσυ που θα μετράς
τα ερωτικά μας βράδυα.

¨Ετσι που θα σε κουβαλώ
γλυκά στη ζήση μου, σταυρό
πλάι στη ρωμιοσύνη,

και μες το στήθος θα κρατώ
το ταίριασμα , σαν θυσαυρό
σαν άγια καλοσύνη.

Συμφορων γενεσις

Στους Τροχους της γης βαθια
καλα κρυμενοι απο το φως
στεκουν οι κηποι..
που γεννουν τις συμφορες,
εκει π΄ανθιζουν ο καημος
κι η αβυσσος..

Πισω απο μελανες μετοπες
στεκουν οι μεγαλες οι αλυσιδες
που κλειδωνουν..
..και τις πορτες ασφαλιζουν
για να ζουν οι συμφορες,
να μεγαλωνουν..

Αιμα παιρνουνε
για ποτισμα
απ΄τον κοσμο
και ψυχες να τις
φυσσανε
απ΄τους ανθρωπους..
Οι ανιεροι εκει που τις φυλανε
δεν γνωριζουν απο αγαπες
κι απο κοπους.

Και το ταιριασμα σαν φτασει
μιας ημερας, αποφραδας,
τον καρπο μεμιας μαζευουν
που ουρλιαζει σαν..Καιαδας.

Παν στη γη τον αμολανε
πανω σε πουλια
μικρα..
αλλα φτανουν κουρασμενα
αλλα πεφτουνε
νεκρα...

Κι οση λυπη εχει μεινει
απο κατω να μαζεψουν
οι εχθροι μας..
θα τη δωσουνε στους κηπους,
φυλαχτο για να οριζουν
τη ζωη μας...

Ετσι παντα θα φωλιαζει
μεσ΄τα ματια απελπισια,
λες..και εχουμε ανταλαξει
μια φτηνη αθανασια

Σαν φαντασματα θα ζουμε
σε αιωνες σκιερους
Και θα φτιαχνουμε αθελα μας
...περισσοτερους Τροχους!!!

Φυλακας αγγελος

Αγερωχος,
αναμεσα σε σκορπια παρακαλια,
σε ωρες θαλασσες, αγρυπνιας,
και  νησιδες.
Υπεροχος,
ακομα μες τα ματια,
κι ας ματωνουν τα φτερα σου,
οι βαριες ,οι αλυσιδες.

Αρχολογας μια εικονα,
σαν μονη , στα λημερια της ζωης,
ξεφορτωνεις εμπειριες,
Εκεινη του χειμωνα.
ως κρατουσες το χαμο , στο ΄να σου χερι,
και λαγνεια,
κερναγες τις βαλκυριες.

βραδυνο

Οτι απεμεινε απο το περασμενο σου
 βλεμμα,
μια μικρη κι ακοιμητη εικασια
στο ερμαριο των χαμενων μου ερωτων.
Μια λησμονια

 που θελω να θυμαμαι..
...και τα τελευταια σου
χαδια,
ετσι οπως τα τρομαξε

 η πανσεληνος.

Κι ακομα φωτιζουν
τα θαμπα φωτα της πολης,
που μας κρατησε στα χερια της

τελευταιο ονειρο

Στο τελευταίο σκίρτημα
του πιο αθώου ύπνου,
εκείνου του,
που αποζητούν, ερώτων
..οι μικροί
εφάνη ωσαν υπέρλαμπρη
της θύμησης, σχισμάδα,
στα μέσα της, αυτόφωτη,
στις σάρκες της,
νεκρή.

Κι ως αντηχήσαν οι ευχές
και πίσω απ΄τη σιωπή μου,
ευθύς αμέσως άναψαν,
του δείπνου,
..τα κεριά
ποτίσθη το χαμόγελο
κρασί από της θλίψης,
και δίπλα του τρεμόπαιζαν
κερένια γιασεμιά.

Εχει και πάλι της, σειρά,
πιστή ξανά στην ώρα,
η άυρα της η αλλοτινή
στου ύπνου μου,
..τη σάλα,
ωσάν ξανά θα γεννηθεί,
κι ωσάν ξανά πεθάνει,
κι απομεινάρια της ψυχής
θα πέφτουν,
σαν ψιχάλα.

Κι ως κάθε πάλι πρωινό
ξανά που θα την ψάξω,
έξω οι μυρτιές θα γέρνουνε
σαν σκλάβες,
..στο βοριά,
μέχρι του δρόμου τη στροφή
θ΄αργοπενθεί η ψυχή μου,
κι η λησμονιά ακάλεστη
ξανά,
θα αντιβοά.

αναμνησεις σε αρχαιο μετρο

Μαυρη βιγλα
στα περβολια της ψυχης.
Ονειδος, ο ανεμος...
σε τουτα τα λιοπυρια!!
           Της θυμησιας, ο ερχομος,
...μα πιο πολυ....
Μαυρος της λυπης
ο πρωτοτοκος!!!

Στα σωθηκα ,
ξανα μεσουρανεις.
Βλασφημος στεκει
ο πονος, ο βουβος
      Της θυμησιας, το σχολασμα
...μα πιο πολυ...
ποναει ξανα,
το καθε γιορτασμα!!!

Ποσο ομορφυνες,
σε τουτο΄δω το παρελθον.
Στων αλικων ,τη χαση, φεγγαριων, 
                           ...χαρα μου.
...μα πιο πολυ...
στο αστροφως που φαινοσουν.
εκει που σ΄εχασα
και χλωμιασε η ανοιξη!!!

Ασφαλως και μιλαω..
..για μενα!!!!

οι στερνες σου ανασες

Εδω και χρονια
κρατουσα τις τελευταιες σου
ανασες
μεσα στις υγρες μου
παλαμες.

και καθε τους φορα
απ την ψυχη μου
εσερναν
σαν Αγιο Επιταφιο
στερνη περιφορα.

Κι αλλαζαν 
οι εποχες
στον ιδιο πενθιμο
καμβα.

Κι αναρριγησαν
οι θαμπες σου εικονες
κι αντριωθηκα το θαρρος
τις στερνες σου ανασες
να ρουφηξω..

Και τοτε..
τι;

Παει  καιρος που
οι ανασες σου ταξιδεψαν
πισω απ το 
σκουριασμενο βλεμμα
των θλιμμενων μου
 ματιων.

εκει ειναι τοπος
για νεκρους.

Κι ομως!!
καμια φορα..
στα αναιτια μου
δακρυα..
αχνοφαινεται θαρρεις,
το μισοπεθαμενο τους
πεταγμα!!