Ψυχή μου

Σου΄στρωσα στο κατόπι μου
σωρό απο κυπαρρίσια,
κάθε που νιώθεις μοναχή
εκει να χάνεις την ψυχή,
ψυχή παλικαρίσια.

Μαρτυρικά ολούθε μου
κρύα παλιά να υφαίνεις,
καθώς θα λάμπει η αστροφεγγιά
σ΄ενα σεντόνι απο σκουριά,
ως πάντα, να πεθαίνεις.

Ετσι ως μυρίζεις σφένδαμο
και νάρκισσους πνιγμένους,
βραδίς να ντύνεσαι πληγή
να ξημερώνεσαι νεκρή,
σε τόπους μακρισμένους.

Ωδή στον BYRON

Συγγραφικά παράτολμη
τούτη εδώ η μνεία
στίξη δεν βρίσκει ζηλευτή
ούτε αλλα σημεία.

Ψυχής το μεγαλούργημα
ωδή δεν την σηκώνει
σαν δεν σηκώνει απο χαρές
το σίδερο στ΄αμώνι.

Μονάχα αμώνι και φωτιά
περιγραφής αντέχει,
αυτά που γέννησε η καρδιά
αυτού που τα κατέχει.

Την πένα που΄ καμε οχυρό
δίπλα στο καρυοφίλι
κι άφησε αίμα πορφυρό
απάνω στο τριφύλλι.

Συγγραφικά , μονάκριβος
κυρήθρα απ ΄του μελιού μας
προσκύνημα, ταιριάζει του,
το διάβα, του αδερφού μας.


Η μνεία τούτη ειν΄φτωχή
μα γονατίζει εμπρός του,
εις τη μεγάλη του BYRON ψυχή,
να στέκει, συντροφός του.

Γλυκά πουλιά της Αλεξάνδρειας

Ως! έρχονταν κατά καιρούς
τσαμπιά αχοί που κρέμονταν
  - σαν απο γουκαλίλια,-
μπλέκαν βουβά με τα μποφόρ
κι άλλαζε η μέρα το ντεκόρ,
αφροί λευκοί τα.. τότε, τους,
στα σμήνη κάθε θυμησιάς
   - π΄ανθίζανε καντήλια.-

Βαρέλια δρύινα, πορφυρά
συγγράμματα καρτερικά
  - της πρώτης λάγνας νιότης,-
κι η αγκαλιά κατάντια
ωρυγεί σαν Αλεξάνδρεια,
στα ξεχασμένα χάη της,
σαν που μου έταξε η καρδιά
 -των ήχων της, ιππότης.-

Απώλεια

   Ι
Ενα ονειράκι
μια νυχτιά
τρεμόπαιξε
στη γλάστρα,
σαν μελωδία
λυπητερή
που ΄πεσε
απο τα άστρα,
μικρούλι του
και πορφύρο
στο αίμα του
να σβήνει,
να γίνει κόκκος
στο σωρό
οτι είχε
απομείνει.

  ΙΙ
Φωνή εμίλη
ξάφνιασμα
παρηγοριά
κι ικέτη,
μικρό σαν
θώραγε σε με
των πάντων
ευεργέτη,
δακρυα δυό
μου γύρεψε
λιγη ζωή, ανάσα,
μην πάρει
το κατόπι του
στης λησμονιάς
την κάσα.

 ΙΙΙ
Κι ως η αυγή
ορθώνονταν
πίσω απο
τους λόφους,
μάυρα πανιά
σηκώνονταν
στ΄ονειρακιού
τους πόθους,
δάκρυα γω
δεν έμειναν
να χω
να τα χαρίσω,
και την ψυχούλα
να χαθεί
πρέπει ευθύς
να αφήσω.

 ΙV
Κι ετσι χωρίς
ικέτεμα
και 'αλλη
επιθυμία,
μέσα στο
αιματόσταγμα
και μες
τη ραθυμία,
εκείνο
εξεψύχησε
χωρίς να δει
αυγή,
σαν ψύθυρος
δεν πρόκαμε
να ακουστεί
κραυγή.

 V
Φορές το
συλογίζομαι
Φορές το
αναζητάω,
να δοκιμάσω
ερίζομαι
και τις νυχτιές
ρωτάω,
και γω σαν
 που επέθανε
υπάρχω
ημιθανής,
και εμπρός
σ΄ενα παράθυρο
προσμένω
να φανείς.

Περι- ποιησις

΄Εκθαμβος, χρόνος
ταπεινός.
Ετάφη, σε μια οικουμένη
εμπρός,
και στις παλάμες μου, φυτρώναν
δοξασίες

Σχισμές , οι σκέψεις
προκαλούν,
τις λέξεις ΄κείνες,
που θα΄ρθούν.
Τι θα ΄ταν η ζωή μας, χωρίς
τις αμαρτίες ;

Μαζέυω γύρω, σκόρπια..
βέλη,
αυτά που πλήγωσαν
το μέλι.
Εκείνο της κυρήθρας σας,
γιομάτο εικασίες..

Κι ακόμα, έκθαμβος
σεμνός,
μέσα σε τέρμινα
ο καιρός,
κι ως πάντα,  οι παλάμες μου,
κρατούνε δοξασίες.

Αφημένα στο τραπέζι τα λουλούδια

Αφημένα στο τραπέζι τα λουλούδια
και τ΄αφήνει έρημα η αναθυμιά τους,
για τους έρωτες, μέρες τρανές, ανθίσαν
σαν τελειώσαν , αργοσβήνουν μοναχά τους.

Και τα δάχτυλα αυτά που τα κρατούσαν
δεν τα αγγίζουνε γιατί ειναι πλέον ξένα,
σαν τα δάχτυλα, κι αυτά μονάχα στέκουν
χρόνια βρώμικα, ξερά, ρυτιδιασμένα.

Σκύβει η θλίψη , λίγο για να τα ποτίσει
να τα δει ολανθιστά σαν τους ταιριάζει,
μα της λήθης ένας ίσκιος τα πλακώνει
και ξεχνιούνται αλλη μια, μες το μαράζι.

Ειναι οι έρωτες αυτοί, που δεν θα ρθούνε
σαν  ξεχνιούνται,γύρω πέταλλα αφήνουν,
αφημένα τα λουλούδια στο τραπέζι
τους θυμούνται, και μονάχα αργοσβήνουν




καθώς φεύγεις

Στην ακρη 
του κοσμου
βοα η σιωπη σου,
κι ο αχος της ,
το ζεφυρο, δενει.

Κι αν ηρθε 
το θερος,
αποψε, η φυγη σου,
μορφη απ΄Οκτωβρη
που παιρνει.

       #

Με μιας γερνουν 
τωρα,
του δρομου οι λευκες,
στο φως ανατελλει
ο καημος

Και μοιαζει
 η πλαση,
καθως, πισω αφηνεις,
πενθιμη ωδη,
Εσπερινος

λυκαυγές

Μια πλωρη ειχα
και τη χαρισα στα κυμματα,
για να την δερνουνε
κι αυτα,
μοναχα να μην στεκουν,
Ετσι για συντροφια
στη δινη τους αναμεσα
να γνεφει στην αγρυπνια.

Πως να τ΄ανθισει
η αμοιρη που ανθισμα δεν θελουν,
λυσσομαννανε
μοναχα,
σαν φτανουν το χρησμο τους
αφηνονται παν΄στους αφρους,
και χανονται σαν εποχες
σε τουτη δω τη γυμνια.

#

Εχει και μια πανσεληνο
σαν της Σαπφους ασημοκαπνισμενη,
που αγροικα τα περα
σαν φως,
που το στερεωσαν κρυφα
παλιες χαμενες λεξεις,
χρονια πριν απ΄ τους ερωτες
που ξυπναγαν την πλαση.

Μοναχη της αναμεσα
σε κοσμους απο σταχτη,
και γυρω της, μικρος
ο ουρανος,
σαν να κουραζεται κι αυτος
εκει που την αγγιζει,
και σαν να ετοιμαζεται
για παντα να την χασει.

#

Να τα ταιριαξω ομορφα
τα αισθηματα ,δεν ξερω,
τουτα που πλημυρισανε
τη θλιψη,
και αγερωχα χορευουνε
σαν μαγισσες στο φως,
ετσι για να νερωνουνε
τη μεθη απ΄τον υπνο μου.

Στης ψυχης το λυκαυγες
να χαν χρωμα οι αυλες,
να τα βλεπαμε
να λαμπουν,
και να αλλαζει ο αερας
δωρο παλι λικνο μου,
με σταφυλια να κερναει
της ψυχης το δειπνο μου

παράξενος χορός

Σαν που , ο ηλιατορας, γοργα,
κιναει για τα περα
τ¨αλλου του κοσμοκρατορα,
αρχιζει η φλογερα.

Ενας παραξενος χορος
απ ολα π΄αλιχτανε
γινεται αδιακοπος σωρος,
να τον ..χειροκροτανε.

κι οπως ο αχος, ο εφηβος
θροιζει τα.. του καμπου
γεννιουνται παλι οι ομορφιες,
και περα δωθε ,λαμπου..

Θαρρεις πως..πρωτη ,σμιξανε
του κοσμου οι χαμενοι.
Θαρρεις πως δεν αγγιξανε
απ την χαρα την ξενη.

Μοναχα τη ζητουσανε
σαν ..παντα ,καθε βραδυ,
μα μον΄την, καθρεφτουσανε
στ΄ανειπωτο σκοταδι.

Ειν΄ο καιρος που ορθωνεται,
και διωχνει την κατηφεια,
μεχρι κι οι δρακοι ΄μερεψαν
απο τα παραμυθια.


Κι οι νυμφες ολων των δασων,
στολιζουν τα τριφυλλια
σαν.. καραβελες πειρατων,
που ξωκειλαν.. στα φυλλα.

Και τα της γης,διαμαντικα
με μιας λαμποβολανε
απα΄ψηλα ανεβαινουνε,
και μας αστροφεγγανε.

Ειν΄ο αερας μουσικη
τσελο, πνευστα και βιολες
συνομωσια μυστικη
κρυμμενη σε γλαδιολες.

Κι οσοι απο το δικασμα
ταιριαζουν της αβυσσου
μεθοκοπανε στα στενα,
της Τζιας, της Αναβυσσου.


Μεσα σε τουτο το χορο,
κι εγω γυρεψα σενα
να σου ταιριαξω στο λαιμο
χαδια λουλουδιασμενα.

Γιατι απ την ανασα μου
γυρευω τη δικια σου,
για να την κανω ηλιατορα
μες τ΄ασπρα δακτυλα σου.

Κι οσο ετουτος ο χορος
παραξενα θα ..σερνει
της θυμησης σου ο θεος
σε μενα θα σε φερνει.

Ετσι κοιμαται η πλαση μου
κι ετσι η ψυχη ξυπναει
κι οτι αφησε στη χαση μου,
σ΄ονειρο το κερναει.

κι αντιβοά ακόμα..

Θεριεψαν 
σαν απο ποτισμα,
του πενθους
νεκρα ανθη,
χαρακτηκαν μου
στο κορμι
σαν συφιλης
ροδανθη.

..κι αντιβοα ακομα
,ενας μικρος αταιριαστος
θυμος.

#

Ποια περηφανια;
να κρατησω
αν γυρισεις
σαν τη θλιψη,
ως κι ο οδυρμος
που ραινεις
τον ζηταω,
μου ΄χει λειψει.

..κι ας αντιβοα
ενας μικρος αταιριαστος
θυμος.


..ακομα!!

ψυχογραφία

Το σκιρτημα ,
της μεγαλοσυνης σου
φανταζει πια πιο γκριζο,
ισως γιατι ειμαι πια
πολυ μακρια.

Χαρισε μου,
μια τελευταια υπερβολη
εστω και ψευτικη,
κι ασε μονο μου
να την αδραξω.
#
Αυτη η καταλευκη,
η δολια χαρμολυπη
αγναντευει τα χρωματα που εφυγαν
σαν χρησμοι μαντη
αδιαβαστοι, χαμενοι.

Ασε με ,
να ερθω κοντα σου
εστω και στη φαντασια μου,
ετσι να θρηνουν οι στιγμες μας
καθως θα γινονται ακροστιχιες

..στο βιβλιο της χαμενης μου
πατριδας..
..της αγαπης σου

Ανεμολόγια

Σιγα, αποκοιμηθηκαν οι ουτοπιες μας,
κατω απ΄το βαρυ  σταχτυ,
των καλοκουρδισμενων ρολογιων.
Ισως γιατι  εχουν χασει
το αγιοκλιμα ,
εκεινης της παντοτινης τους
εφηβειας,
κι εχουν παρει να κρυωνουν. 
Αραχνιασμενες πορπες.
Ισως γιατι ξεχαστηκαμε σε τουτο
το δωματιο,
περισσοτερο κι απ την ιδια μας την ζηση,
ισως γιατι κρυωνουμε και εμεις.
Στοιβαχτηκαν πισω απ΄τη Σεληνη
οι πορειες μας.
Δεν τις ζηταμε, 
μηδε τις συζηταμε...
Και εγω.. μαζι
κι εσυ. 
Ανεμολογια απομειναν μοναχα,
να θυμιζουν τα ξεγνοιαστα παιδια
που καποτε λατρεψαμε.
Θυμασαι?
εγω δεν θυμαμαι ..πια!!

οι ροδανθοι

Σε τούτη δω την εποχή
άγγιξα της μεγάλης σου ψυχής
τους ροδανθούς.
Ενα ανύπωτο φως ,
σαν ανηπέρβλητο
πάντα  συντρόφευε
τα βραδυνά μου σχολάσματα
πίσω στην χαμένη μου  νιότη.
Στο πέρασμα,
σαν γιόρτασμα της φύσης
χαμήλωνε ακόμα μια φορά
κι αναρριγούσαν τις ψυχής σου
οι ροδανθοί.

Σε τούτη εδω την εποχή
κράτησα στην ανάσα μου
του μελιού σου ,
και της ολοκλήρωσης
τον ανακατεμό.
Στο κέρασμα,
σαν άνθισμα της ζήσης
ευθύς αντάμωνε στα βλέφαρα
ο ύπνος ο καρτερικός
σαν να τα σφάλιζαν γοργά
της χαράς οι ουρανοί.

Κι οτι θέλησα μονάχα,
να χει μείνει,
οτι αξίζει να θυμάμαι.

οι μικροι..
της μεγάλης σου ψυχής,
οι αιώνιοι ροδανθοί

Ερωτας θνήσκων

Tην πορτα να ανοιξεις,
σιγα προσεκτικα,
μην φυγει η ζωη μου,

κι ο πολυελαιος να θροισει
στον αερα που θα μπει.

Ο ηλιος να κρυβει λαφυρα,
μακρια στις καταπρασσινες πλαγιες
ετουτης της μικρης γιορτης.

#

Εφυγε το ανθος της στιγμης
μαραινεται κρυφα ο εσπερινος,
κι εγω απομεινα,
να σου χαριζω πανσεληνους.

Σιγα να τρυπωσει η ανοιξη
σε τουτο το αγιο ρημαδιο.

Και οι καθρεφτες μας,
να χασουν τα σεντονια
που τους κρυβουν.

#

Σαν μια γλυκια καλοσυνη,
σαν ευωδια δεμενη
με κορδελες.

Δεν εχω χρονο να μεγαλωσω αλλο.
Οτι εχω ακομα να σου δωσω,
κρυβεται πισω
απ΄τα κλειστα παραθυρα.

Κι αν ο αερας..
την σκονη φυσηξε απ ΄την ψυχη.
Κι αν η ψυχη φωλιαζει ακομα
μες τα τρομαγμενα σου ματια..

Ν΄ανοιξεις σιγα,
...προσεκτικα,
...μην φυγει η ζωη μου

Σονετο IV (του αλλου εαυτου)

Κοιμάται μες το όνειρο
ένας μικρός αλήτης,
που με θωρεί χλευάζοντας
και με κερνάει πλάνες.

¨Ενας ανθός που ξεψυχά
φευγάτος σαν αγύρτης
που οταν ξυπνάω, αυτός γυρνά
στου ύπνου τις αλάνες.

Κι όσο κι αν θέλησα να τον δαμάσω
δεν βρήκα στις αλήθειες μου,
πλιάτσικο ταιριαστό..

και ίσως!! ήρθε η ώρα να ετοιμάσω,
θάνατο απο ξέχασμα,
αργό, και ..θαυμαστό.

Σονετο III (της λαγνειας)

Αντηλιά πάλι γερμένη
σε ποδιά χωριατοπούλας,
αμυδρή σαν κεντημένη,
και της πέφτει της μικρούλας.

 
Μέτρησε τα βήματα της
και την άφησε εμπρός μου,
μες την άψυχη καρδιά της
σβήνουν οι φωτιές του κόσμου.

 
Σαν παραλογής θηρίο, μυθικό, τούτη την  ώρα
και τα νύχια ακονίζει
λίγο πριν κατασπαράξει..

 
τελευταίο μοιάζει βλέμμα, της ποδιάς που πέφτει τώρα
στα ανίερα τριγυρίζει,
βλέμμα κρύο , που θα κλάψει.

Σονετο II (του ερωτα και της ανδρειας)

Ποιός τάχα να΄ναι αντάξιος
με σένα δεσποσύνη,
στο στήθος μου χαράκτηκαν
εσύ, κι η ρωμιοσύνη.

Σε στήθος σαν που αναζητά
του ήρωα τα σημάδια,
εκείνα εσυ που θα μετράς
τα ερωτικά μας βράδυα.

¨Ετσι που θα σε κουβαλώ
γλυκά στη ζήση μου, σταυρό
πλάι στη ρωμιοσύνη,

και μες το στήθος θα κρατώ
το ταίριασμα , σαν θυσαυρό
σαν άγια καλοσύνη.

Συμφορων γενεσις

Στους Τροχους της γης βαθια
καλα κρυμενοι απο το φως
στεκουν οι κηποι..
που γεννουν τις συμφορες,
εκει π΄ανθιζουν ο καημος
κι η αβυσσος..

Πισω απο μελανες μετοπες
στεκουν οι μεγαλες οι αλυσιδες
που κλειδωνουν..
..και τις πορτες ασφαλιζουν
για να ζουν οι συμφορες,
να μεγαλωνουν..

Αιμα παιρνουνε
για ποτισμα
απ΄τον κοσμο
και ψυχες να τις
φυσσανε
απ΄τους ανθρωπους..
Οι ανιεροι εκει που τις φυλανε
δεν γνωριζουν απο αγαπες
κι απο κοπους.

Και το ταιριασμα σαν φτασει
μιας ημερας, αποφραδας,
τον καρπο μεμιας μαζευουν
που ουρλιαζει σαν..Καιαδας.

Παν στη γη τον αμολανε
πανω σε πουλια
μικρα..
αλλα φτανουν κουρασμενα
αλλα πεφτουνε
νεκρα...

Κι οση λυπη εχει μεινει
απο κατω να μαζεψουν
οι εχθροι μας..
θα τη δωσουνε στους κηπους,
φυλαχτο για να οριζουν
τη ζωη μας...

Ετσι παντα θα φωλιαζει
μεσ΄τα ματια απελπισια,
λες..και εχουμε ανταλαξει
μια φτηνη αθανασια

Σαν φαντασματα θα ζουμε
σε αιωνες σκιερους
Και θα φτιαχνουμε αθελα μας
...περισσοτερους Τροχους!!!

Φυλακας αγγελος

Αγερωχος,
αναμεσα σε σκορπια παρακαλια,
σε ωρες θαλασσες, αγρυπνιας,
και  νησιδες.
Υπεροχος,
ακομα μες τα ματια,
κι ας ματωνουν τα φτερα σου,
οι βαριες ,οι αλυσιδες.

Αρχολογας μια εικονα,
σαν μονη , στα λημερια της ζωης,
ξεφορτωνεις εμπειριες,
Εκεινη του χειμωνα.
ως κρατουσες το χαμο , στο ΄να σου χερι,
και λαγνεια,
κερναγες τις βαλκυριες.

βραδυνο

Οτι απεμεινε απο το περασμενο σου
 βλεμμα,
μια μικρη κι ακοιμητη εικασια
στο ερμαριο των χαμενων μου ερωτων.
Μια λησμονια

 που θελω να θυμαμαι..
...και τα τελευταια σου
χαδια,
ετσι οπως τα τρομαξε

 η πανσεληνος.

Κι ακομα φωτιζουν
τα θαμπα φωτα της πολης,
που μας κρατησε στα χερια της

τελευταιο ονειρο

Στο τελευταίο σκίρτημα
του πιο αθώου ύπνου,
εκείνου του,
που αποζητούν, ερώτων
..οι μικροί
εφάνη ωσαν υπέρλαμπρη
της θύμησης, σχισμάδα,
στα μέσα της, αυτόφωτη,
στις σάρκες της,
νεκρή.

Κι ως αντηχήσαν οι ευχές
και πίσω απ΄τη σιωπή μου,
ευθύς αμέσως άναψαν,
του δείπνου,
..τα κεριά
ποτίσθη το χαμόγελο
κρασί από της θλίψης,
και δίπλα του τρεμόπαιζαν
κερένια γιασεμιά.

Εχει και πάλι της, σειρά,
πιστή ξανά στην ώρα,
η άυρα της η αλλοτινή
στου ύπνου μου,
..τη σάλα,
ωσάν ξανά θα γεννηθεί,
κι ωσάν ξανά πεθάνει,
κι απομεινάρια της ψυχής
θα πέφτουν,
σαν ψιχάλα.

Κι ως κάθε πάλι πρωινό
ξανά που θα την ψάξω,
έξω οι μυρτιές θα γέρνουνε
σαν σκλάβες,
..στο βοριά,
μέχρι του δρόμου τη στροφή
θ΄αργοπενθεί η ψυχή μου,
κι η λησμονιά ακάλεστη
ξανά,
θα αντιβοά.

αναμνησεις σε αρχαιο μετρο

Μαυρη βιγλα
στα περβολια της ψυχης.
Ονειδος, ο ανεμος...
σε τουτα τα λιοπυρια!!
           Της θυμησιας, ο ερχομος,
...μα πιο πολυ....
Μαυρος της λυπης
ο πρωτοτοκος!!!

Στα σωθηκα ,
ξανα μεσουρανεις.
Βλασφημος στεκει
ο πονος, ο βουβος
      Της θυμησιας, το σχολασμα
...μα πιο πολυ...
ποναει ξανα,
το καθε γιορτασμα!!!

Ποσο ομορφυνες,
σε τουτο΄δω το παρελθον.
Στων αλικων ,τη χαση, φεγγαριων, 
                           ...χαρα μου.
...μα πιο πολυ...
στο αστροφως που φαινοσουν.
εκει που σ΄εχασα
και χλωμιασε η ανοιξη!!!

Ασφαλως και μιλαω..
..για μενα!!!!

οι στερνες σου ανασες

Εδω και χρονια
κρατουσα τις τελευταιες σου
ανασες
μεσα στις υγρες μου
παλαμες.

και καθε τους φορα
απ την ψυχη μου
εσερναν
σαν Αγιο Επιταφιο
στερνη περιφορα.

Κι αλλαζαν 
οι εποχες
στον ιδιο πενθιμο
καμβα.

Κι αναρριγησαν
οι θαμπες σου εικονες
κι αντριωθηκα το θαρρος
τις στερνες σου ανασες
να ρουφηξω..

Και τοτε..
τι;

Παει  καιρος που
οι ανασες σου ταξιδεψαν
πισω απ το 
σκουριασμενο βλεμμα
των θλιμμενων μου
 ματιων.

εκει ειναι τοπος
για νεκρους.

Κι ομως!!
καμια φορα..
στα αναιτια μου
δακρυα..
αχνοφαινεται θαρρεις,
το μισοπεθαμενο τους
πεταγμα!!

Υμνος στη σεληνη

Σεληνη μου ολογιομη
φεγγοβολας ακομα,
κι ολα ανθιζουν  τα θαμπα..
μες της νυχτιας το δωμα.

Δεν ειναι, που ξορκιζονται
στο φως σου οι ερινυες,
κι οι τροβαδουροι αντρειεψαν,
υμνωντας τη φεγγια σου,

Ειναι ,που παν΄στη σκονη σου
μερευουν οι μανιες,
κι ερωτες μας λουζονται,
σαν κωμες,στη φωτια σου.

Cantec in doi-Ωδη για δύο

Lucian Blaga

Cantec in doi

Si vine toamna iar'
ca dup-un psalm aminul.
Doi suntem gata să gustam
cu miere-amestecat veninul.

Doi suntem gata s-ajutam
brindusile ardorii
să infloreasca iar' în noi
si-n toamna-aceasta de apoi.

Doi suntem, când cu umbra lor
ne impresoara-n lume norii.
Ce ginduri are soarele cu noi --
nu stim, dar suntem doi.


------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ωδη για δύο
(ελευθερη μεταφραση)

Κι ερχεται το φθινοπωρο ξανα
σαν του αμην  μετα, ψαλμο
δυο ειμαστε, ετοιμοι να γευτουν
του φαρμακιου και του μελιου, τον ανακατεμο

Δυο ειμαστε, βοηθειας μπολιασμα.
Του ζηλου τα μπουμπουκια ,τα κλειστα
σε μας ξανα ν΄ανθισουν,
και στο φθινοπωρο που ερχεται μετα.

Δυο ειμαστε ,οταν στις σκιες μας
μαγευονται τα συννεφα του κοσμου, και το κρυο
το πλανα του ηλιου μακρινα και μυστικα
αγνωστα για μας, Μα ειμαστε δύο.






ποιηση : Lucian Blaga
ελευθερη μεταφραση : θανασης Κρουσταλης

Μεγάλωσα

Εκεινο το σπιτι
που εκλεισε τις πορτες του
στην παιδικη μου αθωοτητα
ξεφτιζει παλιο ,
μεσα στη γυαλα,
στον κωμο του σαλονιου.

Κι αν το κοιτω
με λυπη,
οτι απεμεινε να καθρεφτιζει
ειναι τα χαλασμενα μου
παπουτσια,
εκεινα που βλεπω στο γυαλι του
 σαν τεντωνομαι
να το φτασω.

Οι χειμωνες ακομα
σφυριζουν εξω απο τα ξυλινα
ερειπωμενα του παραθυρα..
κι εγω μεγαλωσα..

μεγαλωσα, πια.

Αναθυμιά

Τι θα ηταν η ανοιξη..,
αν δεν ειχε κρυψει μες το φορεμα της
εκει το πορφυρο,
λιγο απ΄το κρυο,
..λιγο απ΄το σωμα του χειμωνα,
που κρυφα λατρευει
που διαδεχεται, υπομενοντας,
με θλιψη που ακουμπα.

Τα ανθη της π΄ανθιζει..
μια βολτα στη μερια του, αναθυμια..
εκει στη φεξη της
αγγιγμα στερνο,
..λιγο απ΄την αγαπη της να βαλσαμωσει
στου κυκλου το τελειωμα
να΄ρθει να την παγωσει
πως!! το χει μυστικο..

Πως καταλαμπει αυτο το φως...,
το πλανο, που αργοσβηνει
εκει που το στερεωσαν
οι αμοιρες αισθησεις,
..Μεχρι να σβησει περιμενουν οι ψυχες,
ω!! πως με λυτρωνει
η ερχομενη..,
τ΄ουρανου ,η θνησις.


Τι θα ειχε σημασια...
Ποιο αιγαιο θα λουζονταν στο μπλε,
χωρις μιαν Αμοργο
χωρις εναν καιρο,
...Λιγο θα χαιρονταν
θα ορθωναν αναστημα τ΄αστερια,
μ΄αστροσκονη τους μυθους,
θα σκεπαζαν, στον σωρο.

Τι αραγε εχει μεινει....
να πω και να υμνησω πιο μεγαλο
πιο καθαριο,
μονο η καρδια απομεινε,
..λιγο να την κοιταξω αδυναμος.
Τι θα ταν κι αυτη..
αν δεν την ειχες κρατησει,
στα λευκα, μακρυα σου δαχτυλα.

Μαυρα πουλια

Κι αν στερεψαν στον κηπο μου
του κοσμου οι ευωδιες,
κι αν χαθηκαν τ΄αηδονια
που κρυβονταν στις ροδιες,

ερχονται  αλλα πιοτερα
πουλια μαυρα σε νεφη
σαν απο κεινα που η ψυχη
απομεινε να γνεφει.

Κι αν ορθωσαν τους, τα φτερα
και κρυψανε τα φωτα,
κι αν περηφανα λαλουν
πως φτανουν παντα πρωτα,

απ΄το θαμπο τους πεταγμα
λιγο θαρρεις ξεχειμησα,
λιγο που η νυχτα ευωδιασε
και παλι σ΄αποθυμησα.

Οι Αμάραντοι

Ξεχάστηκαν αμαραντοι
μεσα στα βαρια 
κουρασμενα τους βηματα.
Η σκια τους, 
σαν ερωτας ανεκπληρωτος
κρεμεται απο τις μικρες
μελαγχολικες τους  κουβεντες.
Στου γυρισμου το τραπεζι
σιωπηλοι..
και μονοι..
κερνουν την κατηφεια τους
εκατοχρονο λικερ.
Ηταν κι αυτοι εκει..
στης ζωης τους
την κηδεια, οι τεθλιμενοι..
ξεχασμενοι θαρρεις..
και αμαραντοι.