τι άλλο πια;

Τι άλλο πια να περιμένω ,παρα τον μαρασμό,
που φορεί το ασφοδίλι,
Τι μένει πάντοτε αναμμένο, παρά τον ερχομό,
που έχασε  ξανά το δείλι.

Λίγο απο καλοκαίρι , κι ότι απόμεινε ..
απ΄τα μάτια της,
κι ήχοι του αγεριού , 
μες τα σιτάρια...

στα χέρια μιαν ηχώ ,ακριβοθώρητη
ορφανή
που κρύβω , σαν βραδιάσει
 στα συρταρια.


οι οχιές στην ποδιά σου

Τα θαμπά φώτα
μιας χλωμής ανάμνησης,
κρύβονται τα βράδια
 πίσω απο τα απλανή βλέμματα
 των περαστικών.
Εκεί αντρειώνεται
η κάθε τους μετάσταση,
κι εκεί ζουν λάθρα
τα μεγάλα τα ονείρατα τους.

Δέν!! θα έρθεις
πάλι, απόψε..
Σαν τιμημένη μάνα,
βυζαίνεις ξανά
τις οχιές που κοιμούνται
στην ποδιά σου.
Το φαρμάκι τους
το νεογέννητο..
βουτάς με κόπο
στο αψέντι..

Λατρεμένο!!
 το πρώτο τους
δάγκωμα.....

Εις την κόρη μου

Μικρή μου...
Στο θάμβος της ζηλευτής σου ζήσης
θα ξαπλώσουν κι απόψε οι προσμονές,
 ολάκερης  της κουρασμένης μου αναζήτησης
στον κόσμο των ανθρώπων.

Από χρόνια σου κρατώ το χέρι,
...σχεδόν σφαλιστά κρατώ τα μάτια,
για να χωράνε ,μικρή μου,
μόνο τα δικά σου όνειρα
σε τούτο τον κόσμο.

Κάποτε θα ορθώσεις τα λευκά σου
χεράκια στον ουρανό..
κάποτε θα γυρέψεις τη γύρη του χρόνου,
και το άνθισμα σου..
θα κάνει τα φεγγάρια να μαζεύουν τα χρώματα τους,
ντροπιασμένα.!!!

 Κάποτε θα φύγω κι εγώ σε ενα σύννεφο,
 και  το μόνο που θα έχει απομείνει,
θα ναι...
θα΄ναι ,θαρρώ , μόνο
λίγα σχολάσματα του αιώνα
και παλιές φωτογραφίες!!!
Δίπλα σου αφημένες
να σου θυμίζουν το χαμόγελο το χάρτινο
που θα κρατάς και θα λυπάσαι.

Ομως, μικρή μου!!
ποιά αναθυμιά της κουρασμένης μου μορφης
αντάξια να μείνει ,προίκα;
Το δώρο των αιώνων 
σου αφήνω παρηγοριά,
..κι αυτούς τους στίχους.

Τους ανθρώπους να αγαπάς,
τους άγνωστους διαβάτες του δρόμου,
τους περιπλανητές.
τους σοβαρούς 
τους τροβαδούρους.!!

Στα λόγια τους ταξίδευα απο πριν γεννηθώ
Εκεί γνώρισα την κάθε σημασία
την κάθε μελένια προσμονή.
Κι εκεί θα με συναντάς, μικρη μου!!
οταν δεν θα΄μαι πια εδώ,

Στις καλημέρες , θα σου λέω καλημέρα...
στις καληνύχτες θα σκεπάζω τα όνειρα σου
μ΄ενα σάλι πορφυρό!!!
Τους ανθρώπους ν΄αγαπας..
και παντα..
στης ψυχή σου την κατάλαμπη τη γειτονιά
θα με κρατάς!!!!

( ο πατέρας σου...)

Σονέτο VI (του χρόνου)

Εμένα, ο χρόνος δεν καλπάζει στα ρολόγια
εγω τα τέρμινα μετράω με τα χάη,
¨Ακου , το άπειρο στον κρότο πως!! βροντάει..
και δεν χωρεί σε σκουριασμένα ανεμολόγια.

Χαμένη γη , γιομάτη θύμησες και χώμα
κι εντός μου , πάντοτε, μυροφορεί μονάχη
σαν κουβαλεί στην  αποκαμωμένη ράχη,
τους λεπτοδείκτες που δεν γύρισαν , ακόμα.

Τις αμαρτίες ,λογαριάζω έγω για ώρες
σαν τις προσέχω πλάι , πλάι, ερημωμένες
και μετρώ έτσι το χρόνο, στο χειμώνα

Εχούν μέσα δυο καντάρια κατηφόρες
σαν μάτια κόρης , σαν παλιές αγαπημένες
κάθε τίποτα δικό τους, πως!! χωρεί έναν αιώνα.




Ζέφυρος

Ζέφυρε, έρημε  ως έρχεσαι
 απ΄τη δύση
σαν πιωμένος στις ταβέρνες
τ΄ουρανού,
αλογατάρη εχεις στην ράχη,
στεναγμού,
που ιππεύει όλες τις μνήμες
που χουν σβήσει.

Κι αν σε πλάση σκοτεινή
μεθοκοπάς
κι αν τα άστρα σε κοιτάζουν
και γελάνε,
όλη γύρω σου τη νύχτα
πως!! σκορπάνε
σαν σε βλέπουν λυπημένο
να περνάς.

Κάποια όστρια κι εσύ
ειχες αγαπήσει
μ΄ένα ανέμισμα στο σώμα
χαρακίρι,
σαν την έχασες την ψάχνεις
στο ποτήρι
και σκορπάς με την πληγή
που χει αφήσει.

μικρό πετάρισμα

Ενα πετάρισμα μικρό,
μια ξεχασμένης σκέψης,
με μιας ετράνταξε τη γη
σαν ήχος, άγιας λέξης,

με μιας και  την εβίασε
εις το βωμό του πόνου,
που τόλμησε κατάματα,
να κοιταχτεί, του μόνου.

Δεν έχει δώθε  ύμνιασμα
μόνο αχό του τρόμου,
δεν φτάνει πια τ΄ασήμιασμα
του φεγγαρένιου δρόμου.

Εχουν πεθάνει οι γητειές
κ τα τραγούδια , ξένα,
λες κ΄ ενυμφεύτεις  τις χαρές
και φύγανε,.. με σένα.

Εγώ ο ανάδρομος

Σέρνω τα βήματα μου
στο θλιμένο μαυσωλείο
 της ζήσης μου.
Νεκρός, απο χρόνια,
έχω απομείνει μόνο να φυσσάω
σε λίγα ερημωμένα γραπτά.
Γέρασε η γραφή μου,
δεν αγγίζει πια τα πάθη.
Μια ολόκληρη ζωή ζήσαμε μάζί
και σιγά σιγά πλησίαζει η ώρα
που θα γνωριστούμε στο προάυλιο
της σχολής σου.
Να φοράς κάτι ζεστό,
τα καλοκαίρια θα αργήσουν.
Οπως θα αργήσει λίγο ακόμα η
ασυνάρτητη μου εφηβεία.
Πολλά τα ανείπωτα συνοψίζονται..
δεν είμαι ακόμα έτοιμος!!
Ισα ίσα που κρατιέμαι στα πόδια μου,
Δείχνω με περισσό καμάρι 
τα πρώτα μου βήματα.
Κι ολα αυτά...
λίγο πριν το πρώτο κλάμα!!!

Γιατί τη νύχτα αντρειώνονται οι πόνοι;

Γιατί τη νύχτα αντρειώνονται οι πόνοι;

Μην να΄ναι ο αέρας που βαραίνει;
που αποσταμένος απο το ολοήμερο ταξίδι,
κάθεται αντίκρυ να ακούσει
μια ιστορία λυπητερή.
Τι είναι αυτό που κάνει τον χειρότερο εαυτό
να αυτο προσκαλείται μόνο τα βράδια;

Σκιά της σκιάς
μας ακολουθεί και στο πρώτο σκοτάδι
κολλάει πάνω μας, σαν  λέαινα 
σε πληγωμένη αντιλόπη.
Το εκράν της ζωής καθαρίζει απ΄τους αχούς της μέρας
και στο πένθιμο πανί του ουρανού
αναθυμιούνται οι παλιές σκοτεινές ταινίες μας.

Ηχος κανένας.
Η ψυχή σιγοψυθιρίζει την αναλφάβητη ιστορία της
μέσα απο κραυγές που χάραξαν ..οι μνήμες τους!!
..όχι οι δικές μας.
γιατι εμείς δεν θέλουμε πια να θυμόμαστε.

Σε ποιόν να μιλήσουμε;
..και ποιος να απαντήσει πια..

Ακόμα και τα άστρα μας περιπαίζουν.
Κάθονται ολούθε και λαμπυρίζουν...και μας θυμίζουν.
"Αλωστε εμείς τα τάξαμε κάποτε..
όμως αυτά είναι ακόμη εκεί.
Φέγγουν θαρρείς απ΄τη χαρά τους που δεν κατέληξαν,
στα χέρια, στα μαλλιά κάποιου που ασφαλώς,
δεν θα τα΄θελε πια!

Γιατί τη νύχτα αντρειώνονται οι πόνοι;

Το σκόρπισμα των σκέψεων μας,
τινάζει την υδρόγειο, κρατώντας την απ΄τους πόλους,
στερόντας την απ΄τους πολλούς...
..λες και εμείς ήρθαμε απο μια ανώτερη μήτρα
και δεν έχουμε δικαίωμα στην απόρριψη.

Παρακαλάμε τον ερχομό της καθημερινότητας,
της πρωινής βαβούρας, των αχών του δρόμου.
Εκεί ο χρόνος είναι λιγοστός, και τα πάθη δεν προλαβαίνουν
να ανθίσουν τα λάθη τους.

Ξέρω ομως πια...γιατι
Είναι οι στιγμές που απαλαγμένοι απο΄τις φοβίες μας
αυτές τις νύχτες τις αξημέρωτες..
μαθαίνουμε να μην συγχωρούμε πια..
...τον εαυτό μας!!!

Άτιτλη αυτοχειρία

Πλάνη μου...
Τα γλυκά  σου αγκαλιάσματα,
σιωπηλοί θηρευτές των ξεπεσμένων πόθων

ενός ολάκερου γένους.
Ασάλευτο σχόλασμα
 μικρων χθεσινών παραισθήσεων,
κι όμως !!!

Καθε επομενο πρωινό με τίναζαν στον αερα, 
στα σύμπαντα
τα χιλιάδες σου, βολτ!!

Πόσους τρόπους άραγε

εχεις ακόμα να με σκοτώσεις;

οι λύκοι ξωπίσω τους

Κοιμάμαι και ξυπνώ,
με τα χέρια κομμένα
απο την απελπισία.
Η λυτρωμένη πόλη μου
αναδύει ενα άρωμα
 χαλασμένης ευφορίας,
...κάτι σαν ανακατεμό, θνήσης
και αγέλαστων τσιγγάνικων
φεστιβάλ του δρόμου.
Μέσα σε αυτό το συνάφι,
λογής ,λογής ψυχοφάγοι
διαλαλούν έκτακτα παραρτήματα,
πληρωμένης πόρνης χαράς.
Εγω εδω.. Τέλος.
εγώ εδώ ..Φτάνει.
Δεν φοβάμαι το σαλεμένο
πλήθος που βοά.
Τα σκοτάδια κρατάνε πια λίγο.
Είναι οι εφιάλτες τους
που μένουν πίσω να τρομάζουν,
-και να τα θυμίζουν-
Πόσο μακρυά μπορούν στ΄αλήθεια
να φτάσουν οι ξένες τύψεις;
Δεν ορθώνονται ξανά τα
κομμένα χέρια..
Κι οι λύκοι..
..ξωπίσω τους!!!

Σονετο V (αναπόδοτον)

Κλείνει η κάθε  σκια  τα βλέφαρα της
κι αμήχανη θωρρεί τον θάνατο της.
Είπες κάποτε.. πως τα μάτια κοιτάζουν μόνο
το σκοπό της ύπαρξης τους.
Κι εγω θα φύγω.. μέσα σε μια ύπαρξη ,
αγέννητη χλωμή ..και ίσως ξένη.
Ματια θα μένουνε κλειστά ,σκιές αθάνατες,
και πάθη σκορπισμένα ασύμετρα
 στο σωρό των ανθρώπων.
Ως πάντα θα σκορπάει η ημισέληνος,
την προσμονή  του άλλου της μισού.
Του πιο μονάκριβου!!!
Εκείνου που δεν βέπει, που θυμάται,
που εχάθη, πια!!!


Ερωτική επιστολή

Χαρα μου!!,
Μονακριβη μου θλιψη.!!


Τουτες οι λιγες λεξεις
 ερχονται να σ΄ανταμωσουν,
σαν τα ταξιδια της βαρκας μου που πλεει,
σ΄εναν αλλιωτικο ωκεανο αισθησεων.

Στη στερνη μου αναθυμια
παλι ξεπροβαλες.

Αγερωχη ως ησουν...
σαν που γενηθηκες, να σ΄εχω..
καθως, γεννιουνται τα ονειρα
στις κουνιες των νηπιων.

Σημερα φυσσαει ενας αλλιωτικος αερας.
θαρρεις της σκεψης ,γερνουνε
τα γιασεμια..,ολανθιστα,
και οι γαζιες.

Αποψε σ΄αγαπω ξανα.
το νιωθεις;
Ξανα απ΄την αρχη,
σεμνα και ταπεινα.

Ενας ανειπωτος, με δερνει εγωισμος,
..χαρα μου,
τις αγιες σου εικονες, τις ομορφες στιγμες
παλι να τις γευτω.

Θαρρεις αποψε,
η νυχτα κλεινει γυρω, σαν κελι,
Κι ενα φεγγαρι εκει ψηλα, να λαμπει.

Μοιαζει φεγγιτης..,
φυλακης, το μονο παραθυρι,
Λιγο απ΄το φως
να με θωρει,
λιγο.., για να μου κανει το χατηρι.

Τιποτα απ΄ολα
δεν θα χασω,
και, τιποτα απ΄ολα δεν μου φτανει
..χαρα μου.

Μονο μου φτανει
που υπαρχεις.
Και, η αγαπη μου,.. μου φτανει..

Καθως υπαρχει ο Θεος,
κι ας μην με συντροφευει..
μονο την παρουσια του
πανω μου διαφεντευει.

Ετσι κι εσυ
με καταλαμπεις,
Μνημη  μου παραδεισια.

Και την ψυχη μου
ως ενεχυρο
στους πονους των αιωνων, εχω δωσει

να, ξαναρθεις
ν΄ ανθισω!!
να, ξαναρθεις
..να ζησω!!

Τα χειλη σου τα αγια
νοερα γλυκοφιλω,

ως να΄ρθουνε οι λεξεις μου
εκει να σ΄ανταμωσουν
χαρα μου!!..,
μονακριβη μου θλιψη!!

Σ αγαπω.

Θ.

μοιρολόι

Στις ώρες που ανθοφορεί το πρώτο νύχτωμα,
κάποιος του κόσμου σιωπηλός διαβάτης,
τ΄ανέμου του αλογολάτη αναβάτης,
το΄χει παράπονο, στην άκρη της θαλάσσης.
Μ΄ένα σουραύλι,απο κείνα που μερεύουν
ως και τα φίδια οι φακίριδες οι ινδοί,
όμοιο παράπονο δεν έχουν ματαδεί
αντίκρυ, των κυμμάτων οι αφροσχάσεις.

Της νύχτας ταίριαξαν, τα μάτια τα κλειστά
κι οση θλίψη ειχαν κρυμμένη ακόμα μέσα
σαν στα δυο χέρια μια απουσία πριγκιπέσσα
πλάι στη θάλασσα τρεμόπαιξε, γυμνή.
Και εκείνοι οι ήχοι,αχ!! οι ήχοι, της ψυχής
σαν που γεννιούταν στο σουραύλι, απ΄τις ανάσες
φέυγαν σαν άλμπαντρος,και γύριζαν σαν κάσες
που μέσα κείτονταν νεκροί , όλοι οι λυγμοί.

Δεν το χορταίνει η θάλασσα αυτό το μοιρολόι
γι΄αυτο και τρώει αγάπες, χρόνους και ταξίδια
μαζέυει απο όλα τ΄άστρα τα στολίδια,
παν΄ στο κορμί της τα φορά να λαμπυρίζουν.
και κάθε που νυχτώνει , αυτη η πλάση
κάποιος του κόσμου σιωπηλός διαβάτης
τ΄ανέμου που απέμεινε, προστάτης
παίζει σουραύλι στ΄ονειρα του, που δακρύζουν

1926

Η μέρα με τη νύχτα ,εδω και αιώνες
 δεν μιλάνε η μια στην άλλη.
Στο κάθε ταίριασμα ,γυρίζουν πλάτες
λες και έχουν τίποτα να χωρίσουν.
-Πόσο σκληρό είναι στ΄αλήθεια
να μην μιλάς στο άλλο σου μισο.-
Ο ήλιος σιγά σιγά φωνάζει τις ακτίνες του,
κι αυτές-μικρά παιδιά ως είναι,
λες και το κάνουν επίτηδες..
τρέχουν ακόμα μακρύτερα.
Νυχτώνει....
σκέπασε με.

Σήμερα πάλι δεν έγινε τίποτα σημαντικό,
η σημαντικότις άλλωστε
είναι προνόμιο των ολίγων, των εκλεκτών.
Τα στοιχεία στη θέση τους,
τα δέντρα, τα βουνά, οι νεκροί
στη θέση τους-ως όφειλαν-
Κατά τον γυρισμό εκ της εργασίας,
συνάντησα τις αδελφές Καρνέζη
μισόγυμνες οι δόλιες, τρελές απο χρόνια
χαιρετούσαν  μια βελανιδιά.
Νυχτώνει...
σκέπασε με.

Δεν θυμάμαι πια πότε αποφασίσαμε
εμείς οι γνωστικοί πως πρέπει να είμαστε οι πολλοί,
κι αυτές οι δόλιες θαρρείς
 καθόλου δεν σκοτίζονται απ ΄την τρέλα τους.
Γελούμε ξέρωντας πως δεν θ΄αποκριθεί η βελανιδιά.
-εμεις, ποιός περιμένουμε να αποκριθεί στο κάλεσμα μας;-
Η νυχτιά μοιάζει μεγαλύτερη,
έρχεται νωρίς και δεν τελειώνει ποτέ.
Κι η φωτιά στο τζάκι ,
αρνείται πεισματικά να πει μια καλησπέρα.
Νυχτώνει...
σκέπασε με.

Το αρχοντόσπιτο του λόφου σπέρνει παράξενους ήχους.
Ραδιόφωνο , το λένε, καινούργια μόδα.!!
¨Ενας θεός ξέρει πως χωράνε οι βαριές πλάκες
σε τόσο δα μικρό κουτί.
Πόσο γρήγορα μακραίνει ο κόσμος!!
-όλοι στο κατόπι του-
Σε λίγο καιρό οι άνθρωποι θα περπατάνε στ΄άστρα
κι εγώ.. δεν μπορώ, να φύγω λίγο απ΄τον κόσμο μου.
Με πλακώνει κάθε μέρα περισσότερο,
και μου δείχνει ειρωνικά , τα κλείδια!!
Νυχτώνει...
σκέπασε με.

Μ΄ακούς στ΄αλήθεια όταν σου μιλάω;
Είναι τα χέρια μου, το δικό σου αρχοντόσπιτο
ή απλά ξεκουράζεις τις μεταξένιες σου μπούκλες;
Δεν έχω ραδιόφωνο εγώ..
...αλλά μπορώ να σου τραγουδάω,
να σου διαβάζω απο τα χοντρά σκονισμένα μου βιβλία..
ή να χορέυουμε με τα βάλς στο γραμμόφωνο,
που 'εστειλε η θεία απο τη Βιέννη.
Μπορώ να γίνω όποιος θες,
αρκεί να είμαι εγώ, αυτός.
Νυχτώνει...
σκέπασε με.

Σε λίγο θα ξαπλώσω δίπλα σου,
κι εσύ θα λείπεις ως πάντοτε.
Το κερί σιγά σιγά αργοσβήνει, κι αλοίμονο!
όσο  κι αν το αγαπώ, δεν μπορώ να το κρατήσω στη ζωή.
Κι αν θάρθει κανένα όνειρο που ακόμα,
ξέρει το δρόμο και δεν φοβάται να το χάσω..
Να του κρατήσεις τις κλωστές του,
σαν μαριονέτα πλανόδιου θιάσου, τσιγγάνικου
για να νοιώθω και ΄γω λίγο
πως απο κάποιον εξαρτούμαι
Νυχτώνει...
σκέπασε με,

Φτάσαμε!!