μοιρολόι

Στις ώρες που ανθοφορεί το πρώτο νύχτωμα,
κάποιος του κόσμου σιωπηλός διαβάτης,
τ΄ανέμου του αλογολάτη αναβάτης,
το΄χει παράπονο, στην άκρη της θαλάσσης.
Μ΄ένα σουραύλι,απο κείνα που μερεύουν
ως και τα φίδια οι φακίριδες οι ινδοί,
όμοιο παράπονο δεν έχουν ματαδεί
αντίκρυ, των κυμμάτων οι αφροσχάσεις.

Της νύχτας ταίριαξαν, τα μάτια τα κλειστά
κι οση θλίψη ειχαν κρυμμένη ακόμα μέσα
σαν στα δυο χέρια μια απουσία πριγκιπέσσα
πλάι στη θάλασσα τρεμόπαιξε, γυμνή.
Και εκείνοι οι ήχοι,αχ!! οι ήχοι, της ψυχής
σαν που γεννιούταν στο σουραύλι, απ΄τις ανάσες
φέυγαν σαν άλμπαντρος,και γύριζαν σαν κάσες
που μέσα κείτονταν νεκροί , όλοι οι λυγμοί.

Δεν το χορταίνει η θάλασσα αυτό το μοιρολόι
γι΄αυτο και τρώει αγάπες, χρόνους και ταξίδια
μαζέυει απο όλα τ΄άστρα τα στολίδια,
παν΄ στο κορμί της τα φορά να λαμπυρίζουν.
και κάθε που νυχτώνει , αυτη η πλάση
κάποιος του κόσμου σιωπηλός διαβάτης
τ΄ανέμου που απέμεινε, προστάτης
παίζει σουραύλι στ΄ονειρα του, που δακρύζουν

1 σχόλιο: