σονέτο Viii (η ωδή του αηδονιού)

εις την εύα


Εκπαγλόφορη στολή, μεταξένια φτερωτή
που την ράψανε μια νύχτα ,τ¨άνεμου οι μητριές
στέκει μόνο τόσο δα, σαν χaλίφης στο κλαδί
και τις μνήμες μας κερνάει χαρακιές.

Μουσική βιολιού κι ερώτου, άγιο ανακατεμό
που΄χει άρωμα του ήλιου, στο φεγγάρι βουτηγμένο
γι΄αλλο λεει μελαγχολία, γι΄'αλλο λέει λυτρωμό
και για κάποιον συντροφιά του, κει στο σκοταδοβαμμένο.

Εμβαπτίσθη με το κάλλος που τα αυτιά μας αγαπήσαν
κάθε ρίγος που ΄χει λείψει από αγκάλιασμα κορμιών,
και εκρύβη σε σεντόνι, αγαπημένο.

κάθε του μελένια νύχτα, μια καινούρια λιτανεία
και στου κήπου μου το πάλκο, όρκο θα ΄δινα,
πως ετραγούδησε κι απόψε, ευτυχισμένο.



Σονέτο Vii ( σονέτο της θλίψης)

Στου ερέβου το στερέωμα, μία νέα μελαγχολία
και μια του ρίγου συντροφιά, τα χέρια εκρατήσαν
-όργανα που εσταμάτησαν, σαν να τα παρατήσαν-
κι έγραψε τέλος η καρδιά, με μαύρη κιμωλία.

Όση χωρούν τα μάτια αυτά, θλίψη και σκοτεινότη
την κουβαλούνε αιώνια, και στέκουν πετρωμένα
μόνο φορές μερεύουνε σαν να΄ταν κοιμισμένα
σαν την μορφη σου ΄ψαχνουνε, πνιγμένη στην αβρότη.

Κι αν τα κρίνα μαρτυρούνε, τ ΄αγεριού την ιστορία
μοιάζει η άχαρη σκιά μου ,να χει χώρο, γι άλλο πόνο,
λίγο ακόμα να κρατήσει.

Θα περάσουνε τα χρόνια, θα γεράσεις μακρυά μου
και στης σάλας τον καθρέπτη, που κοιτάζω τη μορφή σου
ο αντικατοπτρισμός, θα σβήσει..

ταξίδι στο Αιγαίο

Κάποτε ξέβρασε η ζωή μου μιαν ηχώ
σε ένα του χρόνου ξεχασμένο ακροθαλάσσι,
χωρις ανάσα στο ταξίδι, σαν Γοργώ
που απ την αλμύρα τα λιμάνια είχε ξεχάσει.

Μια ιστορία ξεχασμένη, σφαλερή
απ την αυγη του κόσμου που γραφαν οι ώρες,
μες σε μια μοιρα που εκλείσθη σκοτεινή
σαν τραγουδούσαν οι πλημμύρες και οι μπόρες.

Κι εξεβράσθη σε μιαν όμορφη μικρή
σ΄ενα νησί που θέλεις μέρες για να πιάσεις,
σαν εκολύμπαγε αμέριμνη γυμνή
και την αγγίξαν της ηχούς οι αφροσχάσεις.

Κι εκείνη αμέσως ερωτέυτη την ηχώ
και του πελαου ,τα σούρουπα ,την τραγουδούσε,
.ακόμα νιώθω την ακούω, και ριγώ
όπως στο άγγιγμα της λούνας αυτη ριγούσε.

Μα οσο κι αν έψαξα του κόσμου τα νησιά
και την ζωή μου στο γαλάζιο του, κερνούσα,
ποτέ το πέλαο δεν την έκανε δροσιά
να την μυρίσω ,στα ταξίδια σαν περνούσα.

Ισως να ήτανε γοργόνα μοναχά
ίσως να γέρασε κι αυτή στ ΄ακροθαλάσσι
όπως γεράσανε τα χέρια τα τράχια
ζητώντας πάντα την ηχώ που΄χανε χάσει.

Κι αποσταμένος , στο απάγκιο της ψυχής
σαν παραβάτης του ονείρου του ωραίου,
μονάχα ορίζοντες απόμειναν θαρρείς
κι ενα κι εγώ, θαλασσοπούλι του Αιγαίου.


ανάμνηση

Άν γερνούσαν οι χειμώνες,
εκείνη θα τους αγκάλιαζε
σφιχτά..
..και το αλλοτινό τους άρωμα
θα χόρευε στα μάτια της.

Άν στέρευαν οι θάλασσες,
εκείνη θα έγερνε στη σκιά τους
γλυκά...
...και όλο δροσιά θα ταξίδευαν στα χέρια της
τα ατέλειωτα τραγούδια τους.

Αν πέθαιναν οι έρωτες
εκείνη θα τους τραγουδούσε
λυπητερά...
..και θα γεννιόντουσαν ξανά
στο μέλι της καρδιάς της

Στους άδειους χώρους
του μυαλού μου
τρυγυρνά μια ανάμνηση,
που απο χρόνια ξαγρυπνά
στις άναρθρες πνοές
που τις χάρισα κάποτε.

Την έλεγαν Δική μου
κι ο αέρας πέθαινε
χαρούμενος....
...καθώς μπερδεύονταν
στα μαλλιά της

μια φορά ακόμα

Κοίταξε με
μια φορά ακόμα.
Δεν είμαι εδώ
είμαι στο παρελθόν μας

εκεί μαρμάρωσαν
τα πόδια μου,
κι εκεί ταίζω την αναθυμιά σου
με την κάθε μικρή μου
ανάσταση.


Κοίταξε με
μια φορά ακόμα.
Δεν θα πεθάνω ξανά απόψε
θα μείνω λίγο ακόμα.

Θα γίνω κρίνο
στην κοιλάδα της σιωπής
και θα ανθίσω χίλια χρόνια
σαν χίλια έμειναν τα σάγαπώ
τα απάτητα......


Δέν είμαι στ΄αλήθεια εγώ
Ενας νεκρός μόναχα είναι
που μου μοιάζει...




χαμένα σταυροδρόμια

Είν΄ ο βοριάς ο αλαργινός,
που τρόμαξε τα σταυροδρόμια
κι έμειναν μόνοι οι άνθρωποι.
Μια περιπλάνηση ακόμα
στα κάδρα της ζωής
εκείνα που έχουμε κρεμάσει
σε περίοπτη θέση στο σαλόνι.

Θυμάσαι τα πρωτοβρόχια;
Κράταγες το πρόσωπο σου
πάνω στα κόκκινα σταφύλια
και δεν σε νοιάζαν οι βοριάδες.
Δεν έτρεχαν τότε τα σταυροδρόμια
να ξεφύγουν απελπισμένα
απο τους περιπάτους των ανθρώπων.

Μα τώρα, τόσα χρόνια μετά
ως και τα περιστέρια θαρρείς
έχουν μπερδέψει τους αέρηδες
και περπατούν ανάποδα , χαμένα.
Χαμένη νιότη, χαμένες ελπίδες
Και όλα του θέρους τ΄άνθη, νηπενθή
χαμένα σταυροδρόμια!!!!!!!!

Verba volant , Scripta manent

Ποίηση ειν΄το καρφί,
που εστερεώθη η αναθυμιά
στον τοίχο του αέναου,
του απείρου..

Γραφή, των άστρων
μπόλιασμα
αλμυρό.

Και για τους ποιητές
να μην θρηνήτε!!

Τα άφοβα γεράκια
θα τους σώζουν απ΄το κρίμα
της απώλειας..

..για να πεθαίνουν έτοιμοι
στα σταυροδρόμια
των ψυχών

του κόσμου!!!!


Γερμένα καλοκαίρια (ή ωδή εις χαμένους έρωτες)

Να΄χαμε μια δεύτερη ζωή..
μια ζήση ακόμα,
τα φεγγάρια που θα αδράξουν
στο κορμί τους,
..ακόμα μια ανάμνηση
κι ακόμα μια μετά,
σαν κύμματα παραίσθησης,
να φύγουμε μαζί τους.

Σαν της μυρτιάς το άνθισμα
που έρχεται και αλυχτά
τις εποχές της νιότης της
στα φύλλα τ ΄ασημιά,
εκεί που οι χρόνοι ερωτροπούν
και μοιάζει τ΄άγγιγμα
το πλάνο του αγεριού,
με νέα γνωριμιά.

Μια ζήση ακόμα ανάδρομη
μέσα της να στοιβάξει
όλο το μωβ του έρωτος
που χάθηκε στα φώτα
..εκείνου που εχάθηκεν
που αγγέλοι δεν εράναν
κι οι μοίρες αποφάσισαν
να ορθωθεί σαν πρώτα.

Μα ότι κι αν εζήτησα
όσες ζωές κι αν έρθουν
να δώσει να ΄ρθουνε ξανά
όλες οι αναθυμιές της
κι ότι απ΄'ολα πιότερο
να ζήσω αναζητάω
είναι οι αλλοτινές
οι άγιες γνωριμιές της.

Τη γλύκα να ΄χουν πάντοτε
εκείνη που μου εδώθη
απο τα δυο τα χείλη της
και τ΄ουρανού τ΄αστέρια,
χλωμά τα άγια χρώματα
που άπλωσε εντός μου
κι αποσταμένα έμειναν
γερμένα καλοκαίρια.


ο αποσταμένος αφηγητής των 100 ζωών

Φόρα τις αμαρτίες σου!!

Οι χρονάθρωποι συγκεντρώνονται στη μεγάλη σάλα,
κι εσύ δεν έχεις τίποτα άλλο να καυχιέσαι!!

Οτι κι αν έκανες σ΄άυτην την ζήση..
θαμπό φως και ξένο..
και μικρό.. εμπρος σε ότι
σου΄ταξε η υδρόγειος να κάνεις.

Μίλα για τις αναθυμιές,..
..θα κλέψεις λίγο απο το χρόνο τους
κι ύστερα στο κατόπι σου,
θα ενηλικιώνονται όλοι τους οι δαίμονες.

Γιατι οι δικοί σου πέθαναν στα σκαλιά
της κάθε τυχάρπαστης,
μικρής σου περιπλάνησης!!!!

Αγέννητοι ..
σε ξένες πένες έμειναν διθύραμβοι!!!