Απώλεια

   Ι
Ενα ονειράκι
μια νυχτιά
τρεμόπαιξε
στη γλάστρα,
σαν μελωδία
λυπητερή
που ΄πεσε
απο τα άστρα,
μικρούλι του
και πορφύρο
στο αίμα του
να σβήνει,
να γίνει κόκκος
στο σωρό
οτι είχε
απομείνει.

  ΙΙ
Φωνή εμίλη
ξάφνιασμα
παρηγοριά
κι ικέτη,
μικρό σαν
θώραγε σε με
των πάντων
ευεργέτη,
δακρυα δυό
μου γύρεψε
λιγη ζωή, ανάσα,
μην πάρει
το κατόπι του
στης λησμονιάς
την κάσα.

 ΙΙΙ
Κι ως η αυγή
ορθώνονταν
πίσω απο
τους λόφους,
μάυρα πανιά
σηκώνονταν
στ΄ονειρακιού
τους πόθους,
δάκρυα γω
δεν έμειναν
να χω
να τα χαρίσω,
και την ψυχούλα
να χαθεί
πρέπει ευθύς
να αφήσω.

 ΙV
Κι ετσι χωρίς
ικέτεμα
και 'αλλη
επιθυμία,
μέσα στο
αιματόσταγμα
και μες
τη ραθυμία,
εκείνο
εξεψύχησε
χωρίς να δει
αυγή,
σαν ψύθυρος
δεν πρόκαμε
να ακουστεί
κραυγή.

 V
Φορές το
συλογίζομαι
Φορές το
αναζητάω,
να δοκιμάσω
ερίζομαι
και τις νυχτιές
ρωτάω,
και γω σαν
 που επέθανε
υπάρχω
ημιθανής,
και εμπρός
σ΄ενα παράθυρο
προσμένω
να φανείς.

1 σχόλιο: