Στον μικρο, του ροδανθού, τον κοκκινο τον θάνατο
γύρεψα την δροσιά την τελευταια,
τ΄αναπαντεχου, του αιώνιου, του αληθινού.
Του φιλιού την δροσια, την προίκα γύρεψα
για την ζωη, την άλλη.
Σάμπως, μανουάλια που λαμπυρίζουν στα σκοταδιασμένα μετόχια,
τα άστρα με τους ανθρώπους τους, κι έρωτες με τους θανάτους τους,
χορέυουν πένθιμο χορό, γύρω απο την τελευταία δροσιά τους.
Ξημέρωμα πικρό θα ΄ρθει για ροδανθούς,
θλιμμένο και για άλλους νεφεληγερέτες, ως λένε,
-τι κι΄ άμα;-, χαλάλι κι αλοίμονο.
Κι εγώ, απο όλα του κόσμου τα ΄χαμμένα,
απ΄όλα της νύχτας τα ατέλειωτα κρουστά, ζηλεψα μόνο,!!
του ροδανθού ,τον μικρο ασήμαντο χαμό.