Της Ψυχής μου ο Σταυρός

Δεν θα κρατησω ξανά στις παλαμες μου,
τα μαγεμενα σου ταξίδια
στην εξοχη της εφηβείας,
..αλλαξε πλεον ο καιρός,
βάρυνε της ψυχης μου,
ο σταυρος.!!!
Δεν θα αργησει ξανά
στο κρεβατι μου,
το θαμπο πρωινό,
ο γιος της αιωνιας μας, νύχτας
..εγινε ο κοσμος πιο μικρός,
κι εσβησε απ τα ματια σου
το φως.!!!
Κι εχει απομεινει
μες το βιος
.η σκονη σου..
..και της ψυχης μου
ο σταυρος!!!


Κι ύστερα... Χειμώνας

Μαζεύονται γυρω μου,σμήνη χρωματιστες πεταλουδες..
Θυμάσαι τα απογευματα ,
στον δικο μας παραλληλο;
Τώρα πια θα εχει νυχτωσει,
αλλαξε ο αερας.
Κι ομως!!
κρατω ακομα σθεναρα,
την τελευταια μερα του αυγουστου,
..εχω ορμηξει θαρρεις , στα τελευταια κυμματα,
προσπαθοντας να προλαβω να γευτω
το τελευταιο τους αγγιγμα..
Κι υστερα..Χειμωνας!!


Ο Θρήνος του Σεπτέμβρη

Είμαστε δυο αέρηδες..
στα σταχυα πανω που ξαπλώσαν
στις ελιες, στα παραθυρια
για λιγο που ταραξαν
τα τζιτζικια
σε βαθυσκιωτα κι αιθερια
μεσημέρια,
το τραγουδι τους πως κρυψαν,
μόνο για λιγο,
και χαθηκαν

Σε σκονισμενα εγχορδα..
νότες που περπατησαν
φάλτσες, χλωμες κι ακουρδιστες
για λιγο που αιωρήθηκαν
στα αποβραδα
στις οχθες του Σεπτεμβρη
που μας γυρισαν
σαν χαχανα νηπιων
που σωπασαν, με μιας
και ξεχαστηκαν


Της Νύφης τα Λιθάρια

Αγέρωχα ως στεκουν, στη μεση του αιωνα
γεματα λησμονια ,και διχως φαρους,
στης μοιρας την καταντια,φορανε το χειμωνα
σαν τοτε ,και προσμενουν τους κουρσαρους.

Το πελαγος τριγυρω, να κρυψει την ντροπη του
κιναει σαν τ΄ακουμπα ,με τους αφρους του
χλωμες πετρες μοναχες, καταρα καποιου μαγου
σαν στεκουν πεθαμενες ,στους βυθους του.

Σαν τα θωρεις με θλιψη,αποκριση λες, στελνουν
στου οριζοντα τα πιο θαμπα σημαδια,
και πετρωσε κι ο χρονος,στο ιονιο που εταφη,
εκει βαθια, στης νυφης τα λιθαρια...

πηρες το καλοκαιρι

Πηρες το καλοκαιρι
απ΄ το χερι,
σε στρατες ξενες,
που δεν ξερω
να διαβω,
σε πετρινο γεφυρι
αγναντευει,
τους ποθους μου
σαν κυκλους,
στο νερο

#

Πηρες το μεσημερι
απ΄το χερι,
το απεραντο λιοπυρι
απ΄τις στρατες,
να χαθει.
και τραβηξες τη νυχτα
απ΄τ΄αστερι,
εκεινο που φωτιζει
πριν το χαραμα,
να΄ρθει.

#

Εμεινα να κοιταζω
τη ζωη μου,
σαν μια μικρη
που ξαποσταινει,
ανηφορια,
και τη θυμομουνα
μικρη, αγαπημενη,
κατω απ΄του κοσμου
που κοιμοταν,
τη ροδια.

#

Δεν εχει μεινει πια
παρα μια σκορπια ανεμη,
ενα πικρο κι αδειο
του ανεμου,
αναφιλητο.
Πηρες το καλοκαιρι
απ' το χερι,
κι εγω μοναχος
φτιαχνω καλοκαιρια,
απο πηλο.

οτι μ'αφησε ο χρονος (πεπρωμενο)

.Οτι μ΄αφησε ο χρονος
στις παλαμες των χεριων,
υφαντα σχισμενα μοιαζουν
ερημα, αραχνιασμενα.
Χορταριασαν οι μετώπες
στα σημαδια των καιρων
και κουρνιασανε στα ματια
τα θαμπα, ρυτιδιασμενα.


Οτι μου΄δωσε ο κοσμος
στους αιωνες να βαστω
προσευχη κομμενη μοιαζει
που τελειωνει στο '' δι΄ευχων.
Και κλειδωθηκεν ο δυοσμος
σε μικρο οπλοβαστο,
σαν κρυμμενη αμαρτια
στο πηγαδι των ευχων.


Μα κι αν χαθηκεν η ωρα
σε χαμενες παραισθησεις
και του κοσμου το καντηλι
θε με λαδι, ν΄αραδιασω..
Ενα τιποτα ειμαι τωρα,
μια μορφη χωρις αισθησεις
σαν συνηθισμενο δειλι
κι οπως παντα..θα βραδυασω!!!


Εαρ

Με βιος , γιοματη
αναμνηση,
μπαροκ,
σαν απο χρονια,
σαν απο ΄κεινες
τις γλυκιες
που κρεμονται
κορδονια,
χαριζουνε οι μαηδες
αυτης της υδρογειου,
και τρεμει μεχρις και το φως,
το λιγο, του υπογειου.

Μπρος γονατιζει η ψυχη
εις τη μεγαλοσυνη
ωσαν αερινη ιαχη
σαν αγια καλοσυνη,
μικρες ανεγγιχτες στιγμες
αγγιγματα ρομφαιας
σαν γελια απ΄το παρελθον
σαν χαχανα παρεας,
Σαν να γιναν οι ερωτες
πελωριοι αδηφαγοι,
κι ανθρωποι μεταλλαξαν
και γιναν λωτοφαγοι.

Ουρλιαζει η τελειοτητα
εμπρος στην οικουμενη
κι οση χαμενη αυροτητα
κοιματαν πεθαμενη,
ευθυς ορθωνεται γλυκα
ζωμος σαν απο τηλιο,
σαν καραβακια παιδικα
που πλεουν προς τον ηλιο.
Κι οσο κρατουν οι ωρες τους
κι οσο σμιγουν τα χερια,
χλωμες καρδιες στις χωρες τους
ψαρευουν πεφταστερια.

Ραψοδυρμος

Λεξεις, λεξεις, λεξεις
χιλιαδες λεξεις
αραδιασμενες, αφημενες
σε λογης γραπτα
σε στοματα, σε στιχους 5
Στις συνοικιας τα μπετα
σπασμενες κιμωλιες
βαφες με αλικη γραφη
που στεκουν αταφοι φρουροι
στα γηπεδα, στους τοιχους . 10
Επηρανε και βιαστηκαν
να απλωσουν ερμηνειες
να ξεχυθουν στα περατα
σαν απλωθουν στα τοσα
να γινουνε μανιες. 15
Επηρανε και βιαστηκαν
να γινουν αξιοσυνη,
να ανθισουν σαν κλιματαριες
σε περιβολια και καρδιες
πουλια, σαν ερινυες. 20
Επηρανε και βιαστηκαν
χωρις του τοπου γνωση.
επηρανε και βιαστηκαν
άλλα ταξιδια εγιναν
άλλα με μιας βιάστηκαν. 25
Σε πενες εγενηθηκαν
για να υμνουν αεναα
τους χαρτες των ονειρων
και σμιλευτηκανε γοργα
μυρια της γλωσσας ρημματα. 30
Σε στοματα εβαπτιστηκαν
ανειπωτα , μοναχα
λουσμενα στις αισθησεις,
να τραγουδουν, να βριζουνε
τον ερωτα, τα κριματα. 35
Και κεινη η πνοη
η θεικη, συναμα και θνητη
που φυσηξε τες νοερα
και ορισε το χερι
και γενηθηκαν στο φως. 40
μοιαζει ουρανου αναπνοη
στο σαλεμα των κοσμων
που ξανα αντιβοα
για να αναπνεει
η χαρα και ο κλαυθμος. 45
Μα μην γυρισει
η συννεφια
ξανα σε αδειους τοπους
μην ψαξει καταφυγιο
ταχα την ατλαντιδα. 50
ειν΄ της ψυχης μας
τα στοιχεια,
που σπερνουν βοσκοτοπους
τα ονειρα των γιασεμιων
δεν εχουνε πατριδα. 55
Και εκει πανω στα γασεμια
στοιβαχτηκαν οι λεξεις,
προσμενουν καθε ερχομο
εναν καινουργιο πηγαιμο
του επομενου χειμωνα. 60
σε καθε τερψης γνωριμιά
νοημα ξανα να παρουν
να γινουν αφαντα πουλια
και να μαδησουνε ξανα
της γης την ανεμωνα. 65
Οτι απο το χαραμα
το δολιο περισσευει
και οτι δολιο και μικρο
οσο κι αν ηταν μυστικο
στερεψε απ ΄το δειλι. 70
θα ναι του πονου ταραμα
κελαησμα βουβο
σαν πασχαλια που εφτασε
με διχως τα κερια
χλωμη χωρις απριλη. 75
Του κυκλου μας
παντα δαμαστες
αιωνιοι περπατητες
που σουλατσαρουν αδικα
γυμνοι εμπρος στο διχως . 80
κι οτι κι αν πουν
θα θε να πουν
οτι μοναχα εννοουν
με φορα θα ξεχυνονται
και ΄μεις εμπρος τους, τοιχος. 85
Και οτι στην πλαση διαβαστει
και ακουστει στα πληθη
ειτε στ΄αληθεια ειπωθει
ειτε στα γελια μεινει
καταρα τρομερη, μερακι. 90
ειναι αυτο που θα πλαστει
να μεινει παν στη ληθη,
θα φαινεται απο μακρια
και θα κυλαει γαργαρο
σαν της καρδιας, νερακι 95
Τα λογια τα επουρανια
δεν τ΄αγγιξε ο καημος.
Σαν αγια θεοφανεια
ποτιστηκαν , κι αγιαστηκαν
ζωης, ραψοδυρμος. 100


ετσι ξεψυχουν οι κορμορανοι

Δυο κορμορανοι απομειναν
να αναρωτιουνται, μονοι,
για το θαμπο θανατικο
κοντα τους, που ζυγωνει

Πως, κατω απο τα ποδια τους?
φωλιαζει η συννεφια...
λες και της λιμνης, πεθαναν
τ΄απυθμενα στοιχεια.

Ποιος απ΄τους δυο ,τη συννεφια?
..θα κοκκινισει πρωτος...
ποιο αρχοντικο αναστημα?
..θα κατεβασει..ο κροτος.

.....Ετσι ξεψυχουν , οι κορμορανοι.

#

Κι ετσι του αλλου, ο μαρασμος
θα φερει μαυρα χιονια,
που θα στοιχειωσουνε τη γη,
για πεντακοσια χρονια.

Εγιν΄η απορια τους
του οδυρμου ,η γεννα.
Το κλαμα τους στοιβαχτηκε
σε τουτη εδω ,την πενα.

Κι αν θα αντηχησει ουρλιαχτο,
δεν θα΄ναι των ιδίων.
Αυτοι πεφτουν ,Περηφανοι,
μα θα΄ναι..των θηριων.


...Ετσι ξεψυχουν, οι κορμορανοι.

Το ταξιδι της βροχης

Απ΄του γαλαζιου το βυθο
θαρρεις, κατατρεγμενη,
λατρεψε ξαφνου τον αφρο,
και πηγε, συστημενη.

Ομορφη παν΄στο λικνισμα
της πιο βαριας φουρτουνας,
ομορφη και στ΄ασημιασμα
το μαγικο, της Λουνας.

Κι ερχεται κεινη η εποχη
που αλλαζουνε το χαρτη,
απο τον ηλιο να κρυφτει,
σαν τον παραχαρακτη.

Καρτερικα, μοναχικα..
του παρελθοντος.. ,μοιαζει,
κοιτα τον κοσμο, στα κλεφτα
και σιγοξεθωριαζει.

Μα σαν μερεψει ο καιρος
και το ταξιδι αλλαξει,
ερχεται παλι ο ουρανος,
απ΄την αρχη να κλαψει.

Ειν΄η στιγμη που η γη , Κυρα..
χωριζει απο τον ηλιο,
ειν΄ η στιγμη που τη ζητα,
του λιβαδιου, το τηλιο.

Χιλιες, μοναχες ευωδιες
μεσα απ΄τα συννεφα τους
οπως περναει απ΄τις ροδιες,
την θελουν στην ποδια τους.

Στους τσιγκους, στα πλακοστρωτα
να πεσει θα γυρεψω,
στης κορης τ΄ασπρα μαγουλα,
κι εκει θα τη λατρεψω.

ερωτοφως

Σαν που σμιλευτηκε
στα βαθη της παραισθησης,
αμαγαλμα αιθεριο
της πιο αρχαιας αισθησης.
Μπροστα μου σαν φυσσας,
ο κοσμος επικος..
..στο ερωτοφως!!
Λαμψη τρανη
της Ανατόλιας,
που τρεμοπαιζει
στα λουλουδια της μανολιας.
Τι πιοτερο να πω;
πιο ακριβο...
..και το κοιτω!!!
Χιλιαδες το΄ψαχναν
ν΄ανθισει την ψυχη τους,
κι ακομα και στο θανατο
το πηρανε μαζι τους,
λυκνο απειρων, αεναο
την πλαση οριζει...
..σαν ανυπερβλητο, φεγγιζει!!!
Του ονειρου οι φάουνοι
μελοντικες το ντυσαν,
κι ολα της γης τα ξωτικα
εκει δακρυσαν.
Θεια καλοσυνη
που τη ζηλεψε ο λυγμος...
..το ερωτοφως!!!

για την αγαπη μου

Τα κρινα τα λευκα σου
που ανθισαν κοντα σου
και γεμισαν τα περα, ευωδιες
κρυβουν τους στεναγμους
μεσ΄τους χειμωνανθους
σαν που ντυναν τοτε, τις κυριακες.

Χλωμο το φως του χρονου
στην αιθουσα του θρονου
εκεινης που΄χω στρωσει, στους πλανητες
και απ΄τα.. υπαρχοντα μου
το γελιο σου, κοντα μου
να λιωνει της ζωης τους σταλακτιτες.

Κοιμαται αποψε ,ο Μαγος
της τερψης λωτοφαγος
τα γραμματα σου κλαινε μοναχα τους,
για τη στιγμη που λειπεις
σαν εραστης της λυπης
πεθαινω μονος, μεσα στους θανατους.

Καποτε

Καποτε θα γραψουν
οι οριζοντες για μας,
γραμμες περηφανες
θολες και τεθλασμενες,...

...θα αλλαζουν το ρολοι
οι αιωνιες εποχες
κρυφα !!,να μην τις δουν
οι περασμενες.

#

Καποτε, αναστημα
στη νυχτα τους,
θα ορθωσουνε
ακομα κι οι σκιες...

...την καλημερα,ναι!!
επιτελους, καποτε
θα την γλυκαινει
μονον ο καφες!!

#

Καποτε ο Ανταρης
θα φεγγει ,χρωμματα
εκει που μονος του
καυχιοτανε ο ηλιος...

...στις σαρκες που ποτε
δεν τις σεβαστηκε κανεις,
ο ..καρχαριας ο λευκος
θα στεκει διπλα φιλος.

#

Καποτε οι λεξεις οι βαριες
απ΄τα μεγαλα λογια
θα σχιστουνε
θα χωρισουν...

..κι ανασες κεινες οι παλιες
των μελλοθανατων κεριων
θα σηκωθουν στο μνημα τους,
κι απ΄την αρχη θα ζησουν

#

Κι οπως θα ανθισουν καποτε
τα ανθη της ψυχης
μονο για να στολισουνε
της μοιρας μας τις βάσκες..

...θα, ναι ο καιρος ο ετοιμος
στη φεξη της ζωης,
Καποτε που θα σ΄αγαπω
κι εγω!!, χωρις τις μασκες


το τραγουδι των γρυλλων

Τις αυγουστιατικες νυχτιες
η νυχτα αυτη μου φερνει,
εκεινες τις αλλιωτικες
εκεινες τις παλιες

μια θυμησια που αρχολογα
που αλλες σκεψεις φερνει,
εκει στων αλλων των καιρων
περα τις φυλλωσιες.

#

Τι ομορφα που ανθιζαν
στο σουρουπο οι ιβισκοι
και τρεμοπαιζαν οι ανθοι
στο ξεγνιαστο αερακι

του νυχτολουλουδου η οσμη
π΄ευωδιαζε πανωρια,
των γιασεμιων ολανθιστο
εστεκε το κορμακι.

#

Μα απ΄ολα περισσοτερο
των γρυλλων το τραγουδι
που κρυβονταν στων λουλουδιων
την καθε ανατολη

Και εκοβαν μελωδικα
τ΄Αυγουστου τις σιωπες,
ακουγονταν μες τις νυχτιες
σαν της ψυχης, βιολι.

#

Οπως του ταξαν ρυθμικα
νοτες που πλημμυρισαν
τον καθε νεο, αγιο, νου
το καθε βασανο μας,

και το τραγουδι τους αυτο,
θυμαμαι παλι αποψε,
αυτο που χαρισε ο Αυγουστος
να στεκει , ονειρο μας


Στους λευκους σταυρους

Περα απ΄τα κυπαρρισια,
κει, στους λευκους σταυρους,
οι σκυνθρωπες μορφες τους
μαζευουν στεναγμους,

στα μαρμαρα τα κρυα
καθως στεκουν μπροστα,
και μια φωτογραφια
γελα αντικρυστα.


Κι ο χρονος τους κουραζει,
βουβος,βαρυς, σαν ταφος
σαν φυγαν οι χαρες τους
απ΄της Κλωθους το λαθος,

δεν εχει απομεινει
τιποτα να προσμενουν
και τη σειρα στη ληθη
με θαρρος περιμενουν.


Θαρρεις ..πως τους μιλανε,
ανεμοι σαν φυσουνε
κι αποκριση πως παιρνουν
καμπανες σαν ηχουνε,

κι αντιου, μοιαζει χρωμα,
το πορφυρο στα δειλια
εκεινο που θα γινει
καρδια ,μες τα καντηλια.


Κι οπως περναει η ωρα
το δρομο παλι περνουν
λιγο να ξεχαστουνε
και στα ονειρα να γερνουν,

εκει που συναντουνε
σαν τους παλιους καιρους,
εκεινους που κοιμουνται
κει, στους λευκους σταυρους

Μελαγχολια

Θα ξαναδουμε αραγε
ποτε ξανα μαζι..
.τις πορπες του ανεμου..
να γαντζωνονται,
στα πεσμενα φυλλα του Σεπτεμβρη ;
Ακομα αντιβοα
ο μικρος χαρτινος ηχος
μιας λυπημενης θαλασσας.
Κι η στερνη σου ανασα
με αφηνει
μαζι με τα τελευταια γλαροπουλια.

Θα ξαναγινουμε αραγε
ποτε ξανα μαζι..;
..αιματα σαν του ηλιου
που κειτονται
σε μια του κηπου ανατολη ;
Σε τουτη την απανεμια σε αφησα
.. να φυγεις
μα σε κρατα ακομα η καρδια
και περπατα σε δρομους
σε πλακοστρωτα
απο σκορπιες αναμνησεις!!

καλεσμα ή μικρη οδυνη

Καλα, καλα
δεν ξημερωσε

ενα τ΄ανεμου θροισμα
μαζευει βιαστικα..
.....το τελευταιο γκριζο.

Που βρισκεσαι;

Αρχιζει το τιποτα,
και εισαι..
..καλεσμενη!!!

Σονετο I ( της ημισεληνου)

Στο φως της ημισεληνου
μαυρη ψυχη αλυχτισα,
κι απλωνονταν στα ποδια της
μια σιγαλια αλητισσα.

Καθενα, που ξεπροβαλαν
τ' αστερια απ την κρυψωνα τους,
σιγα, να ερχονταν κι Αυτη,
σαν αγιο φως στ΄αλωνια τους.

Μαυρο το πεπλο της στιγμης σε γκρι θαμπο που χανεται,
λυκνιζεται τους, στις κορφες
ο αερας πανω αισθανεται..

Σαν της νυχτιας ο αρπισμος χορευει με την πλαση,
ετσι θωρω τα χναρια Της,
τ΄αγια , που εχω χασει.


Οι χαμενες σκεψεις ενος στεναγμου

Νομιζω πως ολος ο κοσμος,
μοιαζει με ενα κεχριμπαρενιο
σταυρο.
Κοντα σου αλλωστε,
δεν εμαθα παρα μονο
τα κεχριμπαρια.
Θαμπα, πετραδια
μελεγχολικα..
ωρες ωρες νομιζεις
οτι εχουν σκαλισματα γεματα..
γεματα με πουλια.
..απο κεινα που φευγουν
καθε τοσο,
και σ αφηνουν μοναχο
ν΄αναρωτιεσαι τι εφταιξες..
Κοντα σου εμαθα
να μετραω μονο,
τους σταυρους.
Στις χιλιες αυγες
μιας μονο ημερας,
εχανα καθε μια
ξανα και ξανα.
Ισως να μου πες καποτε
το μυστικο , να τις
κουρσευω,
αλλα δεν το θυμαμαι πια
Περασε ομως ο καιρος
και για τους δυο μας.
Νομιζω πια πως μονο
τα κεχριμπαρια στεκουν
πια..
δεν βλεπω ομως αλλο
τα πουλια τα σκαλιστα τους.
Ξημερωνει χειμωνας.
Ενας παλιος καλος φοβος
αρχισε παλι να συστηνεται.
Δειλα δειλα
θα γινουμε φιλοι..
θα δεις.
Ολες οι ευχες
θα στιβαχτουν τσαπατσουλικα
μεσα σε μια βαθια μαυρη μελανη,
μια ληθη γεματη λεξεις..
μια σιωπη εκκωφαντικη,
ετσι περιπου
οπως αρχισαν ολα
τοτε....
Τα κλειστα παραθυρα
κλεινουν ακομα πιο
ερμητικα..
Αντιο μικρη μου ..
ο χειμωνας ξεπροβαλε..
..και εγω δεν ξερω ακομα
να διαβαζω.




απ'το περβαζι

Απ΄το περβαζι αντικριστα,
μυρτιες που ανασαινουν,
χτυπουν τα φυλλα σαν κρουστα
ως να ΄ρθουν ,και σωπαινουν.

Δεν φτανει εδω το βουητο,
δεν φτανει εδω το παθος,
το μαρμαρο του το βουβο
κρυο στεκει ,σαν ταφος.

Μοναχα που κραταει , παλια
μια γλαστρα απο γαζια,
που το βαραινει αιωνια
σαν να΄ναι αμαρτια.

Και εχει παρεα στον καιρο
μια σκαλιστη μετοπη,
συχνα , που κανουν ρημαδιο
του δρομου ,οι χαροκοποι

Μετοπη που γκρεμιστηκε..
μιση ..,π΄ακομα αντεχει,
κι απ΄το περβαζι τ΄ αψυχο,
..χρονια η ζωη απεχει.

αρκτικες νυχτες

Κατω απ΄το σελας
το θαμπο, της αρκτικης,
οι παγωμενες οι κορφες
στεκουν αιωνια...

...λεξεις παγωνουν
και δεν εχεις, τι να πεις,
ξανα της σκεψης,
να ακουσεις , τα ευφόνια.


Κι οι λιγοστοι που ζουν
σε τουτο το λευκο,
σαν π΄αποδρασαν απ΄τον κοσμο
σαν διωγμενοι...

...κρυβουν τα αισθηματα
μεσα στον παγετο,
δεν ονειρευονται
και ζουνε , παγωμενοι.


Ετσι οι ατελειωτες
οι νυχτες οι αρκτικες,
χιλιους παραλληλους
απο τον ηλιο απεχουν...

...οπως απεχουν,
οι χαρες τους ,οι λευκες,
σαν που ξωπισω τους
με τα σκυλια τους, τρεχουν.


F/b Ελυρος

Ο καπνος των φουγαρων ,
βαρυς.
λες και βιαζεται να γινει σκοταδι
στο δικο μου ,ασπρομαυρο βραδι,
σαν την αυρα του πελαου,
να ΄ρθεις.

δες τα απονερα πως,
ζωγραφιζουν.
στου αιγαιου τον καμβα,σαν ζωγραφοι
κι αν μετρησαμε αμετρητα παθη,
οι ματιες σου σαν ηλιος,
μ ΄αγγιζουν.

οι νεφελες,για δες,
του τσιγαρου.
που σκορπιζουν στης πουλιας τη χωρα
παλι πισω μας γυρισαν , τωρα,
κι οι ευχες μας, ξωκλησια,
της Παρου.

Παλινωδια

Ανειπωτο φως,
λικνου βωμος,
κι του αεναου κυκνου ,..η σφαγη,
σαν θηριωδια.

Μεσουσης της απαλλαγης,
νευματα αρχαιας αλλαγης.
Αχεροντα..σαλπισματα.
νεα παλινωδια.



Ενθαδε κειται,
χρησμο στερειται,
αφηνιαζουν του αδη τωρα,
οι οργισμενοι.

και σ΄αλλη πλανη,
οι.. λαοπλανοι,
ξαπλωνουν σαν ...στο σ ΄αγαπω,
..περισπωμενη.



Εν τουτω νικα,
ως νεα προικα,
μοναχα απομεινε στο σωμα,
των παιανων.

Αιθεριες πλεξεις,
τοτεμ και λεξεις,
να ομορφαινουνε τους υμνους,
των ινδιανων.

Κι αν θα ρθεις,.. ξανα θα φυγεις

Κι αν θα΄ρθεις..
ξανα θα φυγεις.
Οπως φευγουν τα χελδονια,
στους μουσωνες.
Λιγο ο ανεμος θ΄αγγιξει ,
τα μαλλια σου,
συντροφια το θροισμα τους,
στους χειμωνες.

Κι αν θα΄ρθεις..
ξανα θα φυγεις.
Σαν τις περδικες,
απο τα κυπαρισσια.
Λιγο μονο απ΄του κοσμου,
το πρελουδιο,
θα προλαβω στων ματιων σου,
τα Παρισια.

Κι αν θα΄ρθεις..
ξανα θα φυγεις.
Σαν το λιογερμα ,στης ανοιξης,
τη γλαστρα.
Μα το ανθισμα π΄αφηνει,
η ματια σου,
θα μαζευω σε ανεμη,
γυρω απ΄τ ΄αστρα.


μυγδαλια ανθισμενη

Αποψε ανθισε
ξανα,
του χειμωνα
η πρωτη μυγδαλια.

Κι η ευωδια, στα παραθυρια
των ερωτων μας
σερνει αχο, των στεναγμων ,
των πρωτων μας



Τι ομορφα λουλουδιασε
ο κορμος της!!!!
Παραμιλανε οι ανθοι..
σαν που κρατουν, το βιος της.



Τι να σου πω?
ποιες λεξεις,
άξια εχουν ριγη..

Την ομορφια σου
την θωρω,
κι ας εχεις,
εσυ, φυγει.



Θαμπα τα τζαμια
πισω απ΄τους κλωνους,
ερμα κατραμια
μοιαζουν τα δακρυα, απ ΄τους φθονους.



Δεν μπορω, τιποτα αλλο
να πω,
στη γητεια της χαρας
που κοιμαται,

Προσκυνω,
το λευκο της ανθο,
σ΄αγαπω...
κι ο ανθος με θυμαται.



Οπως εφυγες..
ολα εχουν μεινει.
στο δωματιο, στην πλαση
στα παντα.

Μυγδαλια ανθισμενη
εχεις γινει,
στης καρδιας
την ξεκουρδιστη μπαντα


Ωδη στην Ιουλιετα

Του παρελθοντος μια γραφη

κι ενα αγιο γραπτο,

στον ηλιο λογια ανειπωτα

σκαλισε σαν γλυπτο.



Κι οπως οι Αγιοι σαλευαν

να πουν προσευχη τους,

των κοσμων μας τους ερωτες

τους περνανε μαζι τους.



Ακροστιχιες που κειτονταν

τα ΄στερια στο μπαλκονι,

τα λογια τα επουρανια

να κρυψουν στο σεντονι.


Ω!! σαν φαινοσουν ,στεναγμε

πιο ομορφη απ΄το καλλος,

θαρρεις πως καθε σου φορα

σε΄ ρωτευοταν κι αλλος.


Ποσες σεληνες φθονερες

εστεκαν ντροπιασμενες,

στου κυκνου σου τα βλεμματα

εφευγαν νικημενες.


Κι εκεινος σαν σε χαιρονταν

ο πιο ακριβος των θρονων,

Μοντεγοι γινονταν μεμιας

οι αντρες , των αιωνων


Κι οτι κι αν πουν, μην φοβηθεις

στου χρονου τις κορωνες,

δες ,την καρδια σου δεν χωρουν

ουτε εκατο Βερονες.


Απ΄οτι επερπατησες

σ΄αυτα τα συναξαρια

κι ο υστατος σου ο λυγμος

φεγγει μαργαριταρια,


Του ερωτα του υπερλαμπρου

θανατος του ταιριαζει,

για να σκορπαει αεναο φως

να μην γινει μαραζι.


Κι αν σου ταιριαξανε χαμο

σελιδα σε συρταρι

εισαι μαχαιρι αιωνιο

στου ερωτα το θηκαρι.

Πενθιμο πρωινο

Του μαγιού το πρώτο

χελιδόνι,

άνοιξε τα φτερά του,

σήκωσε τα μάτια του

στο φως...

Κι αναρριγήσαν τα γραπτά μου,

στο γραφείο...

Έφηβος, τρέχει στη σκόνη,

ανασταίνεται

βουβός...

μιας χαραμάδας ο μικρός,

ο θησαυρός,

που αναστατώνει τις σκιές

και θνήσκει,

ο όνειδος

Σαν της αύγης μαραίνονται ,

ο χρόνος κι ο θυμός ,

που μετρούν τα πράγματα τους

δυο, δυο.

αντικρυστά...


λίγο άγγιξαν τα μάτια αύτα

το φως,

και ξανά κροτάλισαν αργά

της ψυχής τα πένθιμα,

κρουστά.



Το χελιδόνι του μαγιού

εσπάραξε με μιας,

και τα φτερά σκορπίστηκαν

στη ζήση και τη λήθη,

μοναχα τους.

Κι έμειναν πάντοτε νεκρά,

στο σπίτι τα γραπτά,

κι οι λέξεις ενταφιάστηκαν

σάν φόδρα, ...στα σχισμένα

τα παλτά τους.

μιαν αυραν


Μιαν αυραν του πελαου νυχτερινη
που εκινησεν κι αρμενισε
ως να ΄ρθει απ΄τα περα,
κι απ οτι εχω ζησει ,..τη φοβερα,
εφυσηξεν κι αλλαξαν οι καιροι.

με αλμυρα και παραξενη βροχη
ποτιστηκεν και λασπωσε
η σκονη της ψυχης μου
κι αλλαριεψαν οι φτερες της αυλης μου
κι εγινικεν γλυκια, η προσευχη.

ανειπωτο το ειχα και κρυφο
το στομα σου, στο στομα μου
καρτερικα κρυμμενο
κι εφωτισεν , σε οτ΄ειχα ειπωμενο
σαν σαλι στη νυχτια της, πορφυρο.

κι ως εσταξεν αγλαησμα, θαρρεις
κι εχαιδεψε τα χερια μου
στο σκονισμενο πιανο
εθεριεψε στην στεγη απο πανω
κι εχαθη στα περβολια της βροχης